Ομιλία κατά την συζήτηση επικαίρων ερωτήσεων προς τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (22 Νοεμβρίου 2007)
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητούμε σήμερα στη Βουλή ένα νομοσχέδιο που έχει την εξής ιδιομορφία. Έχει λίγες διατάξεις, αλλά οι διατάξεις αυτές είναι πάρα πολύ σημαντικές.
Διά των διατάξεων του υπό συζήτηση νομοσχεδίου επιτυγχάνεται η ενσωμάτωση της εισοδηματικής πολιτικής του 2007 για τους συνταξιούχους στην ελληνική έννομη τάξη. Την αύξηση τη γνωρίζετε. Είναι 4%. Η Κυβέρνηση στα πλαίσια των όποιων θεσμικών αλλαγών κάνει ό,τι είναι δυνατόν και δι’ αυτού του νομοσχεδίου, για να διευρύνει τη βάση υπολογισμού, ώστε αυτό το 4% να οδηγήσει πρακτικά σε μία όσο το δυνατόν πιο σημαντική αύξηση.
Ερώτημα: «Είστε ικανοποιημένοι ως κόμμα, ως παράταξη, είναι ικανοποιημένη η Νέα Δημοκρατία από την αύξηση που δίνετε φέτος στους συνταξιούχους;» Απάντηση: Όχι. Ούτε ο Πρωθυπουργός, ούτε η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών. Κανείς από μας. Η πολιτική βούληση της Κυβέρνησης, η δέσμευσή της ενώπιον του ελληνικού λαού -και σας θυμίζω ότι ο Καραμανλής και η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχουν μια ανανέωση της λαϊκής εντολής από την κάλπη της 16ης Σεπτεμβρίου- είναι να εξαντλούμε σε κάθε περίπτωση τα όρια, τις δυνατότητες της οικονομίας και να προσπαθούμε συνεχώς, αφού η οικονομική κατάσταση που μας κατέλιπαν οι κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. μέχρι το Μάρτη του 2004 δεν μας επιτρέπει να πάμε με άλματα προς τα μπρος σε επίπεδο αυξήσεων και ενισχύσεως του εισοδήματος των συνταξιούχων, να πάμε με σταθερά βήματα να βελτιώνουμε από στάδιο σε στάδιο όλο και πιο αποφασιστικά το εισόδημα των συνταξιούχων και ιδιαίτερα των χαμηλοσυνταξιούχων.
Η Κυβέρνηση, λοιπόν, τι κάνει; Η Κυβέρνηση επιχειρεί να πετύχει το εφικτό εξαντλώντας τα όρια της οικονομίας, να δώσει ό,τι είναι δυνατόν περισσότερο και καλύτερο κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες. Δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να σας θυμίσω σε τι κατάσταση παρέλαβε αυτή η Κυβέρνηση την ελληνική οικονομία. Ακούω το πολιτικό επιχείρημα ότι «μη τα λέτε αυτά, γιατί το ΠΑ.ΣΟ.Κ. καταψηφίστηκε το Μάρτιο του 2004 και ο λαός επανέλαβε την αρνητική ψήφο προς το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στις 16 Σεπτεμβρίου πριν από λίγους μήνες». Μα, με την αρνητική ψήφο, με την ψήφο αποδοκιμασίας του ελληνικού λαού, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, μπορούν να τιμωρούνται κοινοβουλευτικά και πολιτικά κυβερνήσεις και να βρίσκονται από το πηδάλιο της εξουσίας στα έδρανα της Αντιπολίτευσης, αλλά αυτόματα δεν γεμίζουν τα άδεια ταμεία του ελληνικού κράτους, αυτόματα δεν αποκαθίστανται οι ζημιές, δεν αποκαθίστανται τα τεράστια ελλείμματα, δεν αποκαθίσταται το δημόσιο χρέος.
Κακά τα ψέματα. Η Νέα Δημοκρατία το Μάρτιο του 2004 ανέλαβε ένα τεράστιο πολιτικό και οικονομικό βάρος, ένα τεράστιο δημοσιονομικό βάρος. Με σκληρή δουλειά ο Πρωθυπουργός, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών βήμα με βήμα αποκατέστησαν τη δημοσιονομική τάξη, αποκατέστησαν τη σωστή εικόνα της χώρας σε ολόκληρη την Ευρωζώνη και βεβαίως στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις Βρυξέλλες και ήταν απαραίτητο. Η χώρα μας δεν είναι μια αυτόνομη νησίδα στο καθημερινό πολιτικό και οικονομικό ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ο ελληνικός λαός το θέλησε -και ορθώς το θέλησε- να αποτελούμε έναν αρμό σημαντικό και κρίσιμο του καθημερινού ευρωπαϊκού βηματισμού. Η χώρα πέτυχε, λοιπόν, μέσα από σκληρές προσπάθειες των τριάμισι ετών -και επιτρέψτε μου να πω- και με θυσίες του ελληνικού λαού, τον οποίο πρέπει να ευχαριστήσουμε από αυτό το Βήμα σε αυτήν τη συζήτηση, να επανέλθει σταδιακά στη δημοσιονομική ευταξία και σιγά-σιγά, βήμα με βήμα να βελτιώνεται η θέση του συνταξιούχου.
Σας θυμίζω και πρέπει να κρίνεται και η κάθε κυβέρνηση από τη συνέπειά της, από την αξιοπιστία του λόγου της, από την αξιοπιστία της πολιτικής της επαγγελίας. Είπαμε προεκλογικά, πριν από το Μάρτιο του 2004: Σαφής δέσμευση Καραμανλή ότι θα καταργήσουμε το Λ.Α.Φ.Κ.Α., την ίδια στιγμή που το Φλεβάρη του 2004, δηλαδή λίγες εβδομάδες πριν από τη λήξη της κυβερνητικής του θητείας το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είχε έλθει να δώσει νέα παράταση στην κράτηση υπέρ του Λ.Α.Φ.Κ.Α.. Το είπαμε, δεσμεύθηκε ο Καραμανλής, το κάναμε. Δεσμευθήκαμε ότι θα αυξήσουμε τις προνοιακές συντάξεις του Ο.Γ.Α., δεσμευθήκαμε ότι θα αυξήσουμε το Ε.Κ.Α.Σ., δεσμευθήκαμε ότι θα αυξήσουμε το κατώτατο επίδομα ανεργίας. Τα κάναμε.
Μακάρι να μπορούσαμε να δώσουμε περισσότερα. Όλοι το θέλουμε. Κανείς μας δεν είναι απόλυτα ικανοποιημένος απ’ αυτά που μπορούμε και δίνουμε. Αλλά σας θυμίζω ότι η Νέα Δημοκρατία παρέλαβε μια οικονομία υπερχρεωμένη με ένα χρέος σε δυσθεώρητα ύψη, με φανερά ελλείμματα αλλά κυρίως με κρυφά, με προβλήματα της ελληνικής οικονομίας δημοσιονομικά και διαρθρωτικά τα οποία οι κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. σήκωναν το χαλί τα έβαζαν από κάτω, γνωρίζοντας όμως ότι κάποια μέρα θα έλθει ο λογαριασμός στον ελληνικό λαό και στην καινούργια Κυβέρνηση.
Για το απαράδεκτα χαμηλό επίπεδο των χαμηλοτέρων συντάξεων δεν ευθύνεται η Νέα Δημοκρατία, αλλά ευθύνονται αυτοί που άφησαν αυτήν την κατάσταση στα χέρια μας το Μάρτιο του 2004. Θεωρώ δεδομένη, κύριε Υπουργέ, τη συνεχή σας προσπάθεια μέρα με την ημέρα, μήνα με το μήνα για να βελτιώσουμε ιδιαίτερα τις συνθήκες καθημερινής διαβίωσης των χαμηλοσυνταξιούχων. Γιατί, οφείλουμε να πούμε ότι υπάρχει πρόβλημα. Η χώρα μας έχει μια ιδιομορφία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έχουμε ορισμένες από τις υψηλότερες εισφορές με ορισμένες από τις χαμηλότερες συντάξεις. Και αυτό αποτελεί διαρκή δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας ότι θα το βελτιώσουμε. Το βελτιώνουμε και θα το βελτιώσουμε ακόμη περισσότερο.
Τώρα σε αυτούς που μιλούν για ευαισθησία και ανακάλυψαν την ευαισθησία τους στα κοινωνικά θέματα για τους χαμηλοσυνταξιούχους τώρα τελευταία, θέλω να τους θυμίσω ότι έπρεπε να έλθει η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το καλοκαίρι του 2005 με το ν. 3385 που είχα την τιμή να είμαι ένας εκ των συντακτών του για να μπορέσουμε να βελτιώσουμε κοινωνικές αδικίες και να κλείσουμε χάσματα κοινωνικής αδικίας τα οποία είχαν διευρυνθεί επί ΠΑ.ΣΟ.Κ., χάσματα που αφορούσαν πολλές κατηγορίες του πληθυσμού.
Σας θυμίζω ότι μέχρι να έλθει η Κυβέρνηση Καραμανλή την οποία κοσμούν οι συνάδελφοι του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με τόσα επίθετα «κοινωνικά ανάλγητη» κ.λπ. όταν μια γυναίκα έχανε τον άνδρα της και ήταν κάτω των σαράντα ετών έπαιρνε για τρία μόνο χρόνια τη σύνταξη η οποία διεκόπτετο και επαναλαμβανόταν η συνταξιοδότηση μόλις συνεπλήρωνε το εξηκοστό έτος της ηλικίας. Και δεν μας είπαν οι εμφανιζόμενοι σήμερα ως κοινωνικά ευαίσθητοι –μιλάω για τα στελέχη της ηγετικής ομάδας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. διότι θεωρώ ότι οι απλοί συνάδελφοι Βουλευτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. έχουν μια ειλικρινή κοινωνική ευαισθησία γι’ αυτά τα θέματα- όπως ο κ. Χριστοδουλάκης που απουσιάζει απ’ αυτήν την Αίθουσα –θα ήθελα να είναι εδώ για να τα ακούσει- τι θα έκαναν αυτές οι γυναίκες από το τεσσαρακοστό έως το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους. Πού θα έβρισκαν δουλειά; Σε μία ελληνική οικονομία όπου επί των ημερών του ΠΑ.ΣΟ.Κ. χαρακτηριζόταν από την ένταση της ανεργίας και μάλιστα από την ένταση της ανεργίας των γυναικών;
Κλείνοντας κύριε Υπουργέ, θα ήθελα να σας παρακαλέσω να ξαναδούμε το θέμα των τιμητικών συντάξεων των καλλιτεχνών. Θα ενώσω και εγώ τη φωνή μου με τη φωνή πολλών συναδέλφων. Το οικονομικό βάρος είναι δεδομένο, αλλά είναι ελάχιστο σε σχέση με άλλα κονδύλια. Θα συμφωνήσω με αυτό που ειπώθηκε από πλευράς της ηγεσίας του Υπουργείου ότι η αποτίμηση του έργου των καλλιτεχνών δεν μπορεί να γίνεται από συνδικαλιστικούς φορείς. Δεν μπορεί να είναι αντικείμενο συνδικαλιστικής έριδας.
Όμως από την άλλη πλευρά θα προσθέσω και εγώ τη φωνή μου στη φωνή του εισηγητού μας του κ. Ρεγκούζα και θα σας παρακαλέσω στην ευθεία του χρόνου να ξαναδούμε το θέμα. Επίσης, πρέπει να ξαναδούμε το θέμα των υγειονομικών του Ι.Κ.Α., των νοσηλευτών, αλλά και του ιατρικού προσωπικού του Ι.Κ.Α..
Είναι πολλά τα θέματα που επιλύει αυτό το νομοσχέδιο. Αφορούν μεγάλες κατηγορίες του πληθυσμού. Η Κυβέρνηση δείχνει έμπρακτα τη βούλησή της να βελτιώσει πολλά από τα κακώς κείμενα τα οποία παρέλαβε. Το θεωρούμε ως ένα από τα βήματα τα οποία γίνονται καθημερινά. Θα συνεχιστούν με μεγαλύτερη ένταση στην πορεία για τη βελτίωση της θέσης και της κοινωνικής καθημερινότητας ιδιαίτερα εκείνων των στρωμάτων του πληθυσμού τα οποία δοκιμάζονται και από την ακρίβεια και από την ανέχεια.
Αυτό αποτελεί τον ακροτελεύτιο θεμέλιο λίθο της πολιτικής επαγγελίας της Νέας Δημοκρατίας.
Ευχαριστώ πολύ.