Ομιλία του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Πάνου Παναγιωτόπουλου, στο πλαίσιο του εορτασμού της επετείου των 100 ετών της ανασκαφής του Κεραμεικού, στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού. (17 Ιουλίου 2013)
«Βρίσκομαι εδώ για να τιμήσω όλους όσους δούλεψαν και εξακολουθούν να δουλεύουν για την ωραία αποστολή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στη χώρα μας.
Συμπληρώνονται 100 χρόνια των ιστορικών ερευνών στο χώρο του Κεραμεικού. Ερευνών που απέδωσαν τα μέγιστα σε επίπεδο αποτελεσμάτων, αλλά που ταυτόχρονα συνέβαλαν καθοριστικά στην ενδυνάμωση των σχέσεων στο πεδίο του πολιτισμού μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας.
Κυρίες και κύριοι, οι σχέσεις Ελλάδος και Γερμανίας έχουν μία μακρόχρονη ιστορία που στηρίχθηκε όχι μόνο σε πολιτικά ή οικονομικά θέματα αλλά κυρίως στην επίδραση του πολιτισμικού παράγοντα, ο οποίος θα έλεγα είναι καθοριστικός στη φυσιογνωμία κα στην εθνική ταυτότητα των δύο λαών.
Η γερμανική αλλά και συνολικά η ευρωπαϊκή κουλτούρα επηρεάστηκαν σε καθοριστικό βαθμό από την κλασική Ελλάδα δημιουργώντας τα φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που διαμόρφωσαν το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Νομίζω αν ανατρέξουμε στην ιστορία ή ανατρέξουμε στη συλλογική μνήμη των δύο λαών θα αναφερθούμε σε σημαντικούς σταθμούς που σφραγίζονται από το έργο του Σίλλερ, του Γκαίτε, που σφραγίζονται από το σημαντικό μεταρρυθμιστικό έργο που αποκρυσταλλώθηκε στις αρχές του δικαίου στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, στον πρώτο ποινικό νόμο, στην οργάνωση των δικαστηρίων, στο έργο του Φον Μάουρερ ή του Γκαμπ.
Να θυμίσω, επικαλούμενος και την προηγούμενη ιδιότητά μου, του Υπουργού Εθνικής Άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας, ότι η συγκρότηση του πρώτου ελληνικού στρατού, του πρώτου συντεταγμένου Ελληνικού στρατού οφείλεται στους 3.500 περίπου στρατιωτικούς που έφερε μαζί του ο Βαυαρός πρίγκιπας στην κάθοδό του στην Ελλάδα.
Να θυμίσω επίσης ότι ο σύγχρονος Αθηναίος μπορεί, αν ανατρέξει στη ζωή της πόλης, της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους, να δει και να θυμηθεί το έργο των αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων Σάουμπερτ, του Φον Κλέντσε που μαζί με τον Κλεάνθη σχεδίασαν τη νέα πρωτεύουσα.
Να υπογραμμίσω επίσης το έργο των αρχιτεκτόνων αδελφών Χάνσεν που κληροδότησε στην Αθήνα ένα σπάνιο αρχιτεκτονικό κόσμημα, την Τριλογία.
Κυρίες και κύριοι, είναι αλήθεια ότι οι σχέσεις των δύο χωρών πέρασαν από πολλές διακυμάνσεις, όπως επίσης είναι αλήθεια ότι οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι αποτέλεσαν και ένα πεδίο δοκιμασίας των σχέσεων αυτών φορτίζοντας τη συνείδηση, πολλές φορές αρνητικά, αλλά και τις σχέσεις των δύο λαών.
Από την άλλη πλευρά θέλω να σημειώσω, και αυτό τιμά ιδιαίτερα την Ελλάδα, ότι ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής πολιτικής ελίτ της μεταπολεμικής Γερμανίας είχε άμεση σχέση, οργανική σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Θέλω να υπογραμμίσω το σεβασμό και την εκτίμησή μας προς μία κορυφαία πολιτική προσωπικότητα της μεταπολεμικής Γερμανίας, κατά τη γνώμη μου τον αρχιτέκτονα του γερμανικού μεταπολεμικού οικονομικού και θεσμικού θαύματος και ένα από τους πιο σημαντικούς Ευρωπαίους πολιτικούς που έθεσαν τα θεμέλια για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, μιλάω βεβαίως για τον Κόνραντ Αντενάουερ, ο οποίος στο χριστουγεννιάτικο μήνυμα που απηύθυνε, του ’61, προς το γερμανικό λαό έλεγε μεταξύ των άλλων: «Σπέρματα δημιουργικότητας βρίσκονται σε κάθε λαό, ουδέποτε όμως και σε κανένα τόπο δεν προσδιόρισαν τόσο έντονα το σύνολο της ανθρώπινης παρουσίας όπως αυτό συντελέστηκε στους Έλληνες. Το μεγαλοφυές σε αυτούς ήταν ότι αποκάλυψαν με αλάνθαστη ακρίβεια το θεμελιώδες, το ουσιώδες, την αμιγή ιδέα. Από τους Έλληνες, κατέληγε ο Αντενάουερ, πηγάζει κάθε πνευματική μας ενασχόληση».
Να θυμίσω ακόμη ότι κορυφαία πρόσωπα της γερμανικής πολιτικής ελίτ και μεταξύ αυτών ο Φραντς Γιόζεφ Στράους, ο Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, ο Χέλμουτ Σμιτ, ο πρώην Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Ρίχαρντ Φον Βαϊτσέκερ, ο Ρόμαν Χέρτζογκ και άλλοι αποτελούσαν ακριβώς κοινωνούς του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, του πνεύματος της ελληνικής κλασσικής αρχαιότητας.
Κυρίες και κύριοι, κλείνοντας θα ήταν παράλειψή μου να μην αναφερθώ στις καταστάσεις που κλόνισαν σε κάποιες περιπτώσεις, και ίσως το κάνουν ακόμα ως ένα βαθμό, την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο λαών. Είναι αλήθεια ότι η οικονομική κρίση που συγκλονίζει την Ευρώπη δημιούργησε και ορισμένα αρνητικά στερεότυπα που είδαμε τον τελευταίο καιρό να βαρύνουν τις σχέσεις, τις διαχρονικές σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης και εξαιρετικής συνεργασίας μεταξύ του γερμανικού και του ελληνικού λαού.
Επιτρέψτε μου να πιστεύω ότι όλα δεν είναι οικονομία και δημόσιο λογιστικό και ότι ο καλύτερος τρόπος να κατεδαφίσουμε τα αρνητικά στερεότυπα και να αναβαθμίσουμε περαιτέρω τη διαχρονική φιλία και εξαιρετικά γόνιμη συνεργασία που θέλουν να αναπτύξουν και να προωθήσουν οι δύο λαοί είναι ο Πολιτισμός.
Ας εργαστούμε όλοι από κοινού για να ενδυναμώσουμε τις πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ του γερμανικού και του ελληνικού λαού.
Θέλω να τονίσω ότι ως νέος Υπουργός Πολιτισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας είμαι αποφασισμένος να αναβαθμίσω και να ενισχύσω αυτές τις σχέσεις και αυτό έρχομαι να υποδηλώσω με την παρουσία μου εδώ.
Θέλω να συγχαρώ διαχρονικά όλους όσους δούλεψαν για το εξαιρετικό έργο που συντελέστηκε αυτά τα 100 χρόνια. Θέλω να ευχηθώ να μας δίνει ο Θεός δύναμη για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε και να αναβαθμίσουμε, σε όλα τα πεδία, αυτό το έργο και αυτές τις σχέσεις.
Και θέλω απευθυνόμενος στη γερμανική επιστημονική κοινότητα, που είναι παρούσα, και στο γερμανικό ακαδημαϊκό κόσμο, που έχει αποτελεσματική συμβολή σε αυτή την πολύ μεγάλη προσπάθεια, να τους πω ότι η Ελλάδα που είναι η διαχρονική και ιστορική πατρίδα του παγκόσμιου ουμανισμού, τους θεωρεί και αυτούς δικά της παιδιά.
Ευχαριστώ πολύ.