Ομιλία κατά την συζήτηση επι του συνόλου του Σ/Ν του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας «Διοικητική και Οργανωτική Μεταρρύθμιση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις». (18 Μαρτίου 2008)
Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το νομοσχέδιο που συζητούμε ακουμπά μία πολύ ευαίσθητη και κρίσιμη διαδικασία στην ελληνική κοινωνία, η οποία αφορά το πολύ σημαντικό θέμα της απονομής της κοινωνικής δικαιοσύνης. Μέσα από αυτό το νομοθέτημα η Κυβέρνηση εγγυάται, σε γενικό πολιτικό επίπεδο, μεταξύ των άλλων, δύο βασικές αρχές. Η πρώτη αρχή είναι ότι το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα εξακολουθήσει να έχει τον χαρακτήρα της κοινωνικής αναδιανομής και η δεύτερη ότι θα εξακολουθήσει να έχει δημόσιο χαρακτήρα.
Λέω, λοιπόν, ότι με το νομοσχέδιο αυτό η Κυβέρνηση κατοχυρώνει αφ’ ενός μεν το να παραμείνει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης αναδιανεμητικό, αφετέρου το να διατηρήσει το δημόσιο χαρακτήρα του.
Άκουσα με προσοχή τα όσα είπαν οι συνάδελφοι αγορητές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Άκουσα με προσοχή τα όσα είπε ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και Πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Γεώργιος Παπανδρέου. Κατέθεσε 12 προτάσεις. Κάποιες είναι ενδιαφέρουσες. Αυτό που γεννάται, όμως ως εύλογη απορία στην αντίληψη του μέσου Έλληνα και της μέσης Ελληνίδας είναι γιατί στην εικοσαετία που κυβερνούσε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ο κ. Παπανδρέου ήταν επίλεκτο μέλος της ηγετικής ομάδας του κινήματος και εξέχον μέλος των κυβερνήσεών του κινήματος σ’ αυτήν την εικοσαετία δεν προχώρησαν στην εφαρμογή των προτάσεων αυτών.
Άκουσα ακόμη συναδέλφους του ΠΑ.ΣΟ.Κ., εξέχοντες κοινοβουλευτικούς να μεταχειρίζονται εκφράσεις του τύπου «θυμίζει γερμανική κατοχή για τους ασφαλισμένους», «κοινοβουλευτικό πραξικόπημα». Θεωρώ ότι λίγο καιρό μετά ξαναδιαβάζοντας αυτά που είπαν σ’ αυτήν την Αίθουσα θα έχουν μετανιώσει για τον τρόπο με τον οποίο τοποθετήθηκαν απέναντι στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο.
Να τους θυμίσω ότι σε όλη την ευρωζώνη χώρες όπως η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία που αντιμετωπίζουν αντίστοιχο πρόβλημα, πρόβλημα δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού, ήρθαν πολύ νωρίτερα να σταθούν απέναντι στην ανάγκη μεταρρύθμισης στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και προχώρησαν σε γενναία μεταρρύθμιση του συστήματος αυτού. Στην Ελλάδα δεν είναι ακριβές το να λέγεται ότι ο διάλογος ξεκίνησε και εξαντλήθηκε τους τελευταίους μήνες. Η πρώτη δημόσια πρόκληση διαλόγου, πρόκληση-πρόσκληση απευθύνθηκε από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το Δεκέμβριο του 2004 με επιστολές που αποστείλαμε τόσο εγώ τότε ως Υπουργός Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας όσο και ο συνάδελφος Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Γεώργιος Αλογοσκούφης προς όλους τους κοινωνικούς ετέρους, για να ξεκινήσουμε αυτόν το διάλογο.
Το ότι χρειάζεται δημόσιος διάλογος νομίζω ότι αποτελεί κοινό τόπο. Το ότι το ασφαλιστικό χρειάζεται αλλαγές επίσης αποτελεί κοινό τόπο, αποτελεί κατάκτηση του κοινού νου. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι και από την πλευρά του ΠΑ.ΣΟ.Κ. είχε γίνει προσπάθεια να διεξαχθεί ένας δημόσιος διάλογος επί κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Σημίτη πάνω στην ανάγκη μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό. Από αυτόν το διάλογο στο μέτρο που προχώρησε ή δεν προχώρησε –γιατί υπάρχουν ενστάσεις και περί του αντιθέτου από τα συνδικάτα τότε- φθάσαμε στο νόμο 3029/2002 για τον οποίο δημόσια έχουμε δηλώσει –το κάνω σήμερα ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας και το έχω κάνει στο παρελθόν ως Υπουργός Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας που ανέλαβε καθήκοντα από τον προηγηθέντα συνάδελφο Δημήτρη Ρέππα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.- ότι υπήρξε ένας θετικός νόμος τον οποίο κατήρτισε και ψήφισε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αλλά δεν εφήρμοσε ποτέ όχι μόνο στο σύνολό του αλλά στην πλειοψηφία των μέτρων που πρότεινε και θέσπιζε.
Δεν θέλω να θυμίσω τις κακές στιγμές σας. Δεν θέλω να θυμίσω ότι από την ένταξη των ταμείων τελικά έγινε κατορθωτή η ένταξη μόνο ενός ταμείου, του ΤΑΠΙΛΤ κάτω από συνθήκες οι οποίες ελέγχονται και για τη διαφάνειά τους αλλά και για την κατηγορία που επικρέμαται επί των κεφαλών σας ότι με την ένταξη του ΤΑΠΙΛΤ δεν κάνατε τίποτε άλλο παρά να δωρίσετε σε μεγάλη τράπεζα πάνω 600.000.000 ευρώ. Διότι με την ένταξη αυτή φορτώθηκαν τα ελλείμματα του συγκεκριμένου ταμείου στο ΙΚΑ. Ήταν, λοιπόν, δώρο προς μεγάλη ιδιωτική τράπεζα αυτό, ναι ή όχι;
Αυτήν την επισήμανση δεν την κάνω για να σηκώσω την ένταση στην Αίθουσα ούτε γιατί μου αρέσει η πολιτική του τύπου «τα δικά σας, τα δικά μας, τι κάναμε, τι κάνατε» κ.ο.κ.. Έχει κουράσει αυτή η πολιτική, όπως έχει κουράσει ο συμψηφισμός λαθών, ο συμψηφισμός ανεπάρκειας, ο συμψηφισμός παραλείψεων. Όλα αυτά έχουν κουράσει τον ελληνικό λαό. Αλλά εδώ θα μετρήσουμε την αξιοπιστία του καθενός και της καθεμιάς, γιατί ακούγονται σημαντικές προτάσεις από όλες τις πλευρές. Και όπως είπα πριν, μεταξύ των δώδεκα προτάσεων του Γεωργίου Παπανδρέου υπάρχουν και προτάσεις αξιόλογες, αλλά η αξιοπιστία των όσων λέμε προσδιορίζεται, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, από τα όσα κάναμε και από τα όσα κάνουμε. Άλλα λέτε σήμερα, άλλα λέγατε τότε και άλλα κάνατε τότε.
Να σας θυμίσω, επίσης, ότι δύο νόμοι που υποτίθεται ότι απετέλεσαν το απαύγασμα της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ στις εργασιακές σχέσεις και στα ασφαλιστικά θέματα, ο ν. 3232 και ο ν. 3227, ήρθαν τότε προς ψήφιση, ήρθαν στις αρχές του 2004 και πήραν ΦΕΚ, δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το Φλεβάρη του 2004, ενώ στις αρχές Μαρτίου είχαμε εκλογές, τις οποίες τις χάσατε και γυρίσατε στα έδρανα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Τόσο το ΠΑΣΟΚ εκήδετο, τόσο το ΠΑΣΟΚ φρόντιζε για τα εργασιακά ζητήματα του ελληνικού λαού, για τα ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, ώστε τον ν. 3029, έναν καλό νόμο που ψήφισε, τον άφησε σχεδόν ανενεργό στο 80% των διατάξεών του, ενώ τον ν. 3232 και τον ν. 3227, που ρύθμιζαν θέματα ασφάλισης και εργασίας, τους ψήφισε στο παρά πέντε για να τους διαλαλήσει στα προεκλογικά μπαλκόνια και στους τηλεοπτικούς προεκλογικούς άμβωνες, γνωρίζοντας ότι δεν θα κληθεί να τους εφαρμόσει ποτέ. Μία μεγίστη αδυναμία του ν. 3029/2002 ήταν ότι ο νόμος προέβλεπε ρυθμίσεις, αλλά δεν προέβλεπε την πλήρη χρηματοδότηση για την εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτών.
Και επειδή κάνω μία αναδρομή στο οδοιπορικό των λαθών, της ανεπάρκειας και των παραλείψεων των δικών σας, τις οποίες έρχεστε σήμερα να καλύψετε με μία κούφια ρητορική και με προπέτασμα οξύτητας σε βάρος της Νέας Δημοκρατίας, δεν μπορώ να παραλείψω την ιστορία του νόμου Γιαννίτση. Έκανε μία προσπάθεια ο κ. Γιαννίτσης, θετική σε ορισμένα, αρνητική σε άλλα. Υπονομεύθηκε μέσα από το ΠΑΣΟΚ, υπονομεύθηκε μέσα από μερίδια του συνδικαλιστικού κινήματος που ανήκαν στο σκληρό κομματικό πυρήνα. Αλλά, αν θέλετε να μιλήσουμε για την πολιτική φιλοσοφία του νόμου Γιαννίτση ή για την πολιτική φιλοσοφία της Επιτροπής Σπράου -σας θυμίζω ότι ο καθηγητής Σπράος υπήρξε σύμβουλος του τότε Πρωθυπουργού και Αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη- θα σας πω ότι η Επιτροπή Σπράου στην εισήγησή της εισήγαγε στοιχεία κεφαλαιοποιητικά, πολύ ενισχυμένα, στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στοιχεία τα οποία εφαρμόσθηκαν με τη συνταγή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε χώρες τις Λατινικής Αμερικής όπως η Χιλή και δημιούργησαν συνθήκες κοινωνικού εκβαρβαρισμού. Αυτή είναι η αλήθεια. Με ποιο πολιτικό δικαίωμα, λοιπόν, έρχεστε σήμερα, φοράτε την τήβεννο του δημοσίου κατηγόρου, μας κουνάτε απειλητικά το δείκτη των χεριών σας και μας κατηγορείτε;
Θέλετε να θυμίσω και άλλα; Συνολικά χρέη ΠΑΣΟΚ προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, όταν παρέλαβα τις ευθύνες του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας: 9,2 δισεκατομμύρια ευρώ συνολικό χρέος, τα πράσινα χρέη προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, εκ των οποίων 4,1 δισεκατομμύρια ευρώ προς το ΙΚΑ, 330 εκατομμύρια ευρώ προς τον ΟΑΕ, ΤΕΒΕ, ΤΣΑ, ΤΑΕ, 400 εκατομμύρια ευρώ προς το Ταμείο Νομικών, 2 δισεκατομμύρια ευρώ προς τα δημόσια νοσοκομεία και κατά κυριολεξία έπρεπε να σπάσουμε το κεφάλι μας να εξασφαλίσουμε κονδύλια παραπάνω απ’ αυτά που είχατε προϋπολογίσει από τον προϋπολογισμό που ψηφίσατε και παραλάβαμε για να εφαρμόσουμε, για να μπορέσουμε να καλύψουμε τα ελλείμματα και να πληρώσουμε τις συντάξεις.
Τι κάνει σήμερα η Νέα Δημοκρατία; Επιχειρεί μία ήπια προσαρμογή, διότι αν δεν επιχειρήσει σήμερα να κάνει αυτή τη μεταρρύθμιση μετά από 20 έως 30 χρόνια θέτουμε εν αμφιβόλω την καταβολή των συντάξεων σ’ αυτή τη γενιά των 600 και 700 ευρώ για την οποία όχι υποκριτικά –εγώ θέλω να πιστεύω ειλικρινά- εμφανίζονται να κόπτονται οι συνάδελφοι του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και οι συνάδελφοι των κομμάτων της Αριστεράς. Εάν η Νέα Δημοκρατία δεν προχωρήσει σε αυτή τη διαδικασία μεταρρύθμισης αυτή η γενιά δεν θα πάρε ποτέ σύνταξη. Τελεία και παύλα.
Ήταν πολύ εύκολο για τον Καραμανλή και για όλους μας να πετάξουμε πίσω από την πλάτη μας αυτό το φορτίο και να πούμε δεν βαριέσαι, πόσο θα κυβερνήσει η Νέα Δημοκρατία; Δημοκρατία έχουμε. Τα κόμματα εναλλάσσονται στην εξουσία. Πέντε-δέκα χρόνια ακόμη με τη βοήθεια του ελληνικού λαού. Όσο θέλει και ό,τι πει ο ελληνικός λαός. Όταν πάψει να κυβερνά, τότε ας έρθει ο επόμενος να αναλάβει στην πλάτη του το φορτίο το οποίο θα είναι πολύ μεγαλύτερο και περισσότερο δυσβάσταχτο και ας βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.
Τέτοια στάση ελλείψεως υπευθυνότητας απέναντι στα προβλήματα του τόπου δεν ταιριάζει στη Νέα Δημοκρατία , δεν ταιριάζει σε κανέναν από μας. Θα ήταν ολέθριο αυτό που μας λέτε, να μην κάνουμε τίποτα. Θα ήταν ολέθριο αν ακολουθούσαμε τη συνταγή σας να αποσυρθεί το ασφαλιστικό νομοσχέδιο.
Θα κάνω δύο παρατηρήσεις ακόμα και θα κλείσω. Άκουσα τον κ. Παπανδρέου να κόπτεται για τις γυναίκες. Προφανώς δεν γνωρίζει ότι τη μεγαλύτερη ζημιά στις γυναίκες την έκαναν οι κυβερνήσεις των ψευδοεκσυγχρονιστών στις οποίες υπήρξε επιφανές κυβερνητικό και κομματικό στέλεχος. Ακούστε γιατί είναι χαρακτηριστικό το πώς εννοούσαν οι τότε εκσυγχρονιστές τη κοινωνική δικαιοσύνη απέναντι στην Ελληνίδα γυναίκα. Όταν αναλάβαμε το Μάρτιο του 2004 μία γυναίκα η οποία έχανε τον άνδρα της και ήταν κάτω από 40 ετών, έπαιρνε τη σύνταξη για δύο έως τρία χρόνια. Στη συνέχεια η καταβολή της συντάξεως διεκόπτετο και επαναλαμβανόταν όταν αυτή η γυναίκα έφθανε τα 60. Δεν φταίνε όλοι οι Βουλευτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ., για όνομα του Θεού και εγώ δεν έρχομαι να αμφισβητήσω το αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης του συνόλου των μελών της Εθνικής Αντιπροσωπείας, πόσο μάλλον των μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Μία γυναίκα λοιπόν που έχανε τον άνδρα της σε αυτή την τραγική συγκυρία έπρεπε για είκοσι ολόκληρα χρόνια να αναθρέψει παιδιά, να τα μεγαλώσει χωρίς να της καταβάλλεται η παραμικρή σύνταξη, η καταβολή της οποίας επαναλαμβανόταν όταν ίσως δεν την είχε και τόσο ανάγκη, όταν είχε περάσει μέσα από τις συμπληγάδες της καθημερινότητας, της ζωής και πλέον είχε φθάσει σε ένα πέρας καλό ή κακό.
Ήρθε η Νέα Δημοκρατία το καλοκαίρι του 2005 με το νόμο 3385 και αποκαταστήσαμε με γενναίο τρόπο αυτή την αδικία. Επίσης με γενναίο τρόπο αποκαταστήσαμε την αδικία, την οποία διαπράττατε εις βάρος εκατοντάδων χιλιάδων συνταξιούχων της χώρας για τους οποίους κόπτεται σήμερα η ηγετική ομάδα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. –υποκριτικά και ο Πρόεδρός σας- στην υπόθεση του ΛΑΦΚΑ. Φεβρουάριος του 2004. Η Νέα Δημοκρατία ως αντιπολίτευση έλεγε να καταργήσουμε την κράτηση του ΛΑΦΚΑ. Εσείς ήρθατε και νομοθετήσατε για την παράταση της κρατήσεως υπέρ του ΛΑΦΚΑ για τρία ακόμη χρόνια.
Εκεί που εσείς νομοθετήσατε και συνεχίσατε και θα συνεχίζατε να τον παρακρατείτε εάν σας είχε επιλέξει ο ελληνικός λαός και μετά το Μάρτιο του 2004, εμείς ήρθαμε να επιστρέψουμε 870 εκατομμύρια ευρώ σε εκατοντάδες χιλιάδες χαμηλοσυνταξιούχους.
Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι καλές είναι οι προθέσεις που εκφράζονται εδώ, καλά τα καλά λόγια, καλές οι ευχές. Δεν αμφισβητώ την ειλικρίνεια των συναδέλφων από όλες τις πλευρές της Βουλής. Αλλά εδώ μετρώμεθα με βάση αυτά τα οποία έχουμε κάνει και αυτά που κάνουμε καθημερινά ως κυβερνήσεις. Στην αναξιοπιστία των πράξεων, όχι των λόγων του ΠΑ.ΣΟ.Κ., εμείς αντιπαραθέτουμε την αξιοπιστία της κυβερνητικής καθημερινότητας, στην οποία μπορεί να γίνονται λάθη, παραλείψεις και να υπάρχουν ανεπάρκειες.
Ο ελληνικός λαός, όμως, βλέπει ότι αυτή η Κυβέρνηση προσπαθεί, δίνει λύσεις, βελτιώνει τη ζωή του και σε ό,τι αφορά το ζήτημα κοινωνικής ασφάλισης κατοχυρώνει το δημόσιο χαρακτήρα, το χαρακτήρα αναδιανομής υπέρ των αδυνάτων και υπέρ των μη προνομιούχων και επιχειρεί να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα και την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος αυτού, τουλάχιστον για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Μέσα απ’ αυτήν τη λογική καλώ ένθερμα τους συναδέλφους να στηρίξουν και να υπερψηφίσουν το συγκεκριμένο νομοθέτημα.