Εισήγηση επί της τέταρτης ενότητας των αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος: άρθρα 78 παράγραφος 6, 79 παράγραφος 1, 88 παράγραφος 2 εδάφιο γ’ και δ’, 90 παράγραφος 5, 95 παράγραφος 1, 98 παράγραφος 1 εδάφιο β’, 100 και 118 παράγραφος 5, 101 και ερμηνευτική δήλωση, 102 παράγραφος 1 εδάφιο δ’, 103 παράγραφος 9, 104 παράγραφος 3, 101 α’, 108 παράγραφος 1 και 2, 111 παράγραφος 6 και προσθήκη στο άρθρο 5.(15 Μαίου 2008)
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εισερχόμεθα σήμερα στη συζήτηση των τελευταίων ενοτήτων, των τελευταίων ομάδων -όπως προσπαθήσαμε για την οικονομία της συζήτησης να διαχωρίσουμε τα άρθρα- άρθρο υπό αναθεώρηση για να ολοκληρώσουμε τη συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας του Σώματος. Ορισμένες σκέψεις που αφορούν το επέκεινα θα τις διατυπώσω στο τέλος.
Τα άρθρα είναι πολλά. Έχουμε σε εξέλιξη την συζήτηση στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Θα επιχειρήσω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να τα διεξέλθω όλα. Ξεκινώ από την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για το άρθρο 78 του Συντάγματος. Όπως ξέρετε πολλές κυβερνήσεις –ενθυμούμαι την Κυβέρνηση 1990-1993 της Νέας Δημοκρατίας- έχουν ταλαιπωρηθεί από το γεγονός ότι πήγαινε το πρωί ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών στο γραφείο του και επληροφορείτο εκείνη τη στιγμή ότι έχουν καταπέσει εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου που δόθηκαν προς τρίτους.
Όλες αυτές οι διαδικασίες του παρελθόντος με τις οποίες ετίθετο αμέσως μία υπογραφή με ανεύθυνο τρόπο για να εγγυηθεί το ελληνικό δημόσιο για δάνεια τρίτων Δ.Ε.Κ.Ο. Οργανισμών κ.λ.π. πληρώθηκαν από την ελληνικό λαό και συνέβαλαν στην υπερδιόγκωση του δημοσίου χρέους. Και όταν υπερδιογκώνεται το δημόσιο χρέος αυτό σημαίνει κεφαλικό φόρο σε κάθε Έλληνα και σε κάθε Ελληνίδα, σημαίνει εγγραφή υποθήκης σε βάρος του μέλλοντος των επόμενων και μεθεπόμενων γενεών.
Προτείνουμε λοιπόν, σαφώς οι εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου προς τρίτους να παρέχονται μόνο με ειδικό τυπικό νόμο. Τέρμα οι ανευθυνοϋπεύθυνες υπογραφές, τέρμα οι πιέσεις κάθε λογής ανευθυνοϋπεύθυνων διοικητών και αξιωματούχων προς τα πολιτικά πρόσωπα της εκάστοτε Κυβέρνησης, «υπογράψτε παρακαλώ για να προχωρήσουμε».
Και μετά να σκάνε αυτές οι εγγυήσεις στο κεφάλι του Έλληνα και της Ελληνίδας. Διότι οι κυβερνήσεις, οι αξιωματούχοι, οι διοικητές, έρχονται και παρέρχονται, αλλά ο ελληνικός λαός μένει και αυτός πληρώνει τον τελικό λογαριασμό.
Έρχομαι στο άρθρο 79 για να τονίσω ότι η Νέα Δημοκρατία προτείνει κάτι το οποίο είναι νομίζω ευρείας αποδοχής. Δηλαδή λέμε ότι η Βουλή δεν μπορεί παθητικά να παρακολουθεί τα θέματα της κατάρτισης των προϋπολογισμών κατόπιν εορτής.
Βεβαίως αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν είναι σε θέση η Βουλή –και θα σας πω γιατί δεν είναι σε θέση- να αλλοιώνει με αποφάσεις της ή με παρεμβάσεις της τα συνολικά μεγέθη του εθνικού προϋπολογισμού, δηλαδή κατά τη λογική, ας πούμε, του πολιτικαντισμού του παρελθόντος να λέει «δώσε κάτι περισσότερο».
Θα είχαμε φαινόμενα ακραίου και ανεξέλεγκτου λαϊκισμού σ’ έναν πολύ ολισθηρό δρόμο, στον οποίο θα κινδυνεύαμε να παρασυρθούμε όλοι κάτω από πιέσεις συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού. Όχι, λοιπόν. Τα συνολικά μεγέθη των εθνικών προϋπολογισμών δεν μπορούν να αλλάζουν έσοδα-έξοδα.
Αυτό όμως που μπορεί να αλλάζει –και το εννοούμε και το καταθέτουμε ως πρόταση- είναι να υποβάλλονται προτάσεις τροποποίησης των επιμέρους κονδυλίων των προϋπολογισμών που θα μεταφέρουν μεγέθη και δαπάνες και δεν θα αλλοιώνουν συνολικά τα βασικά μεγέθη του εθνικού προϋπολογισμού, δηλαδή έσοδα, έξοδα, βασικές δαπάνες, βασικά κονδύλια.
Η μεταφορά όμως η εσωτερική είναι θεμιτή, είναι απαραίτητη εφόσον το κρίνει η Βουλή και προτείνουμε να δοθεί αυτή η δυνατότητα στη Βουλή να υποβάλλει προτάσεις τροποποίησης επιμέρους κονδυλίων του προϋπολογισμού, κατά τη συζήτηση του προσχεδίου της παραγράφου 3.
Περνάω γρήγορα στο άρθρο 88, παράγραφος 2, εδάφια γ’ και δ’. Η πρότασή μας εδώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έρχεται να απαντήσει σ’ ένα πρόβλημα που έχει προκύψει και έχει δημιουργηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, βλέπετε αποφάσεις του λεγομένου Μισθοδικείου. Το καθεστώς αυτό προήλθε από την Αναθεώρηση του 2001, αλλά στην πράξη βλέπουμε ότι δεν λειτούργησε.
Η δική μας πρόταση σε σχέση με το υπό αναθεώρηση άρθρο 88, προβλέπει στην ίδρυση του συνταγματικού δικαστηρίου -η πρόταση για τη δημιουργία του οποίου συμπεριλαμβάνεται κυρίως στο άρθρο 100 του Συντάγματος- και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του να περιληφθεί ακριβώς η απευθείας προσφυγή και η επίλυση διαφορών των δικαστικών λειτουργών σε θέματα μισθών.
Να συμπεριληφθεί λοιπόν στις αρμοδιότητες του υπό ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου και μια τέτοια διαδικασία, να αποφύγουμε τις ατραπούς, τις περίεργες και τις ολισθηρές, στις οποίες στην πράξη οδηγήθηκε η συγκρότηση του λεγόμενου Μισθοδικείου. Το είδαμε πρόσφατα αυτό το πράγμα και το εισπράξαμε.
Άρθρο 90, παράγραφος 5 του Συντάγματος. Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας στα πλαίσια της αναθεώρησης αυτού του άρθρου του Συντάγματος είναι πάρα πολύ σημαντική. Είναι πολύ σημαντική για τον εξής κυρίως λόγο: Τα θέματα της διάκρισης των εξουσιών σε μια σύγχρονη αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο της ίδιας της δημοκρατικής αντίληψης που παρακολουθεί τη συγκρότηση των θεσμών, αλλά και τη λειτουργία των θεσμών πάνω στους οποίους βασίζεται το πολίτευμα.
Βλέπετε όμως ότι τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, δημιουργούνται σκιές γύρω από τις σχέσεις εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Βλέπουμε και σ’ αυτή την Αίθουσα και ακούμε και εκτός της Αιθούσης του Εθνικού Κοινοβούλιου να ανταλλάσσονται κατηγορίες.
Όποιος είναι στην κυβέρνηση -και τα κόμματα εναλλάσσονται, αυτό σημαίνει δημοκρατία- δέχεται μύδρους, κανονιοβολισμούς από την πλευρά των κομμάτων της Αντιπολίτευσης για τα θέματα που αφορούν αποφάσεις της δικαιοσύνης, ότι επιχειρείται αυτό ή το άλλο μέσω της δικαιοσύνης.
Αυτές οι κατηγορίες, θα έλεγα ευρύτερα αυτή η συζήτηση ή αυτή η αντίληψη που καλλιεργείται, ότι η εκάστοτε ηγεσία της δικαιοσύνης μπορεί να αποτελεί θεραπαινίδα της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας, δημιουργούν πολύ κακή αντίληψη για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος σ’ όλους τους συμπολίτες μας.
Για την άρση αυτών των παρεξηγήσεων, ηθελημένων ή μη -για να ξεκαθαριστεί το θέμα- η Νέα Δημοκρατία έρχεται να προτείνει να βάλουμε αντικειμενικά κριτήρια στις προαγωγές της ηγεσίας των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, Αρείου Πάγου, Συμβουλίου της Επικρατείας, Ελεγκτικού Συνεδρίου. Να μπουν αντικειμενικά κριτήρια.
Λέμε λοιπόν, για παράδειγμα, ότι δεν επιτρέπεται να γίνεται επιλογή του Προέδρου του Αρείου Πάγου με βουτιά στην επετηρίδα. Όχι. Θα υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία θα ορίζουν ότι η επιλογή θα γίνεται μόνο μεταξύ των Αντιπροέδρων του οικείου δικαστηρίου. Η πρόταση είναι συγκεκριμένη. Όπως επίσης δεν μπορεί οι Αντιπρόεδροι να επιλέγονται με νέα βουτιά στην επετηρίδα και να εκτίθεται η εκάστοτε κυβέρνηση με τις επιλογές της και να λέγεται, να γράφεται και να ακούγεται ότι επέλεξε το δικό της άνθρωπο. Διότι έτσι η ηθική νομιμοποίηση και η πολιτική νομιμοποίηση της δράσης της Δικαιοσύνης, της απονομής Δικαιοσύνης σ’ αυτό τον τόπο παρουσιάζεται θαμπή, θαμπώνει. Αδίκως; Αδίκως. Αλλά θαμπώνει.
Λέμε λοιπόν: Αντικειμενικά κριτήρια και στην επιλογή των Αντιπροέδρων και χρονικό πλαίσιο για τη θητεία και των Προέδρων και των Αντιπροέδρων. Ένας Πρόεδρος σ’ ένα έκαστο από τα τρία ανώτατα δικαστήρια να μην μπορεί να ξεπερνάει τα τέσσερα χρόνια, ακόμη και αν στο τέλος της τετραετούς θητείας του δεν βγαίνει στη σύνταξη. Να μην μπορεί να ξεπερνά τα τέσσερα χρόνια και οι Αντιπρόεδροι να μην μπορούν να υπερβαίνουν την εξαετία.
Θεωρούμε λοιπόν ότι έτσι αντικειμενικοποιούνται τα κριτήρια επιλογής της εκάστοτε ηγεσίας των τριών ανωτάτων δικαστηρίων και μπαίνουν τα πράγματα σε περισσότερο διαυγή και διαφανή πορεία, ώστε να ενισχύσουμε την ηθική νομιμοποίηση της εκάστοτε ηγεσίας της ελληνικής Δικαιοσύνης στα μάτια του ελληνικού λαού. Γιατί είναι κοινός τόπος ότι στη Δικαιοσύνη καταφεύγει συνήθως ο αδύναμος ή αυτός που αισθάνεται αδύναμος. Αυτό λοιπόν το καταφύγιο δεν έχουμε δικαίωμα να το στερήσουμε, στην πράξη κι όχι στα λόγια, σε κανέναν και σε καμία από τον ελληνικό λαό.
Περνάω στο άρθρο 95 παράγραφος 1. Εδώ, επειδή ακριβώς έχουμε αύξηση του αριθμού των υποθέσεων του Συμβουλίου Επικρατείας στο πλαίσιο των διαφορών που αναφέρονται στις δημόσιες συμβάσεις, προτείνουμε να συσταθεί ειδικό τμήμα στο Συμβούλιο Επικρατείας με αποκλειστικό αντικείμενο την εκδίκαση των σχετικών διαφορών.
Περνάω στο άρθρο 98 παράγραφος 1 εδάφιο β’ του Συντάγματος. Εδώ η πρότασή μας αναφέρεται στο ζήτημα του ελέγχου νομιμότητας, της διαδικασίας που προηγείται της κατάρτισης των δημοσίων συμβάσεων, δηλαδή της προσυμβατικής, του προσυμβατικού ελέγχου. Ακριβώς για να κάνουμε τη λειτουργία της διαδικασίας αυτής καλύτερη προτείνουμε να υπάρξει ειδικό τμήμα στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο θα έχει αποκλειστικό αντικείμενο τον προσυμβατικό έλεγχο σ’ αυτή τη διαδικασία. Βεβαίως δεν θίγεται η δικαιοδοσία του Συμβουλίου Επικρατείας τόσο στο πλαίσιο της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας –ασφαλιστικά μέτρα- όσο και στο πλαίσιο της αμιγώς θεωρούμενης ακυρωτικής διαδικασίας.
Και περνάω αμέσως τώρα στο άρθρο 100 του Συντάγματος, ένα άρθρο το οποίο επιτρέψτε μου να πω ότι αποτελεί έναν από τους βασικούς άξονες των προτάσεων της Νέας Δημοκρατίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Το ελληνικό Σύνταγμα είναι τυπικό και αυστηρό. Αυτός ο χαρακτήρας του ενισχύεται από το συνταγματικό έλεγχο των νόμων. Για το συνταγματικό έλεγχο των νόμων η ελληνική πολιτειακή και έννομος τάξη υιοθετεί το σύστημα του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι όλα τα δικαστήρια, κάθε είδους δικαστήριο που λειτουργεί στον τόπο μας, όλων των βαθμίδων, μπορούν να ελέγχουν και να αποφαίνονται επί της συνταγματικότητας ή αντισυνταγματικότητας των νόμων.
Προσέξτε όμως τι συμβαίνει στην πράξη. Έχουμε ένα δικαστήριο, ένα Πρωτοδικείο ας πούμε ή, σ’ ένα δεύτερο βαθμό, έχουμε ένα Εφετείο, ένα δικαστήριο πάσης φύσεως και αρμοδιότητος το οποίο καλείται να εξετάσει μια υπόθεση. Εξετάζει την συνταγματικότητα ή όχι ενός συγκεκριμένου νόμου που αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση και αποφαίνεται, για παράδειγμα, ότι ο νόμος αυτός είναι αντισυνταγματικός. Η απόφασή του αυτή παράγει έννομες συνέπειες μόνο για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Μπορεί λοιπόν να έρθει ένα άλλο δικαστήριο να κρίνει μια άλλη υπόθεση, η οποία άγεται ενώπιόν του, κι η οποία έχει να κάνει με την εφαρμογή του ιδίου νόμου και δεν εμποδίζει κανείς το συγκεκριμένο, το δεύτερο δικαστήριο, να βγάλει μια αντίθετη απόφαση, δηλαδή να αποφανθεί ότι ο νόμος είναι συνταγματικός.
Τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση; Σ’ αυτή την περίπτωση δημιουργείται ανασφάλεια δικαίου, οδηγούμεθα σε μακράς διαρκείας επώδυνους και επίπονους δικαστικούς αγώνες και εν πάση περιπτώσει, δημιουργείται μια εικόνα στο μέσο πολίτη η οποία δεν εξυπηρετεί την έννομη τάξη και δεν εξυπηρετεί και τις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις και δραστηριότητες.
Εμείς λέμε: Να υιοθετήσουμε μια ενδιάμεση μορφή μεταξύ του διαχύτου και του συγκεντρωτικού ελέγχου. Λέμε να μετατραπεί το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται σήμερα, στην περίπτωση που χρειάζεται η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, όταν υπάρχει στα πλαίσια των αποφάσεων δύο ανώτατων δικαστηρίων, λέμε ο έλεγχος αυτός να υπαχθεί στο Συνταγματικό Δικαστήριο στο οποίο μετεξελίσσεται το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο σήμερα και το Συνταγματικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται μιας σειράς σημαντικών θεμάτων. Μεταξύ αυτών των θεμάτων υιοθετούμε, όπως σας είπα, μια μορφή ενδιάμεσου συστήματος μεταξύ διαχύτου και συγκεντρωτικού ελέγχου και προτείνουμε στην πράξη να λειτουργεί το σύστημα ως εξής. Και πάλι κάθε δικαστήριο πάσης βαθμίδος είναι αρμόδιο για να εξετάσει τη συνταγματικότητα ή την αντισυνταγματικότητα ενός νόμου που αφορά μια υπόθεση η οποία ήλθε ενώπιόν του. Όταν, όμως, αποφανθεί για την αντισυνταγματικότητα, σταματάει τη διαδικασία και παραπέμπει το θέμα που έχει ανακύψει στην ολομέλεια του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου.
Λέμε, λοιπόν, ότι επιλαμβάνεται το Συνταγματικό Δικαστήριο σε όλη αυτή τη διαδικασία, αποκαθίσταται η ασφάλεια δικαίου -και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό- σμικρύνονται οι χρόνοι που απαιτούνται σήμερα για να καταλήξουμε σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα και ξεκαθαρίζεται η όλη διαδικασία.
Βεβαίως, με βάση την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, το Συνταγματικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο και για άλλες υποθέσεις: Έλεγχος των οικονομικών των Κομμάτων, θέματα πόθεν έσχες και ελέγχου του πολιτικού χρήματος κ.ο.κ.
Ερχόμαστε στο άρθρο 101. Για το άρθρο 101 διαπίστωσα και εγώ προσωπικά σε ταξίδια μου στην περιφέρεια και ιδιαίτερα στη νησιωτική περιφέρεια της χώρας, πόσο πραγματικά ενδιαφέρονται οι συμπολίτες μας. Ένα άρθρο και μία πρόταση που μπορεί να έχει διακηρυκτικό χαρακτήρα, θέλω να σας πω ότι την είδα να διεγείρει το αίσθημα της προσοχής και του ενδιαφέροντος και σε απλά σπίτια. Βρεθήκαμε στη Νάξο με τον κ. Βρούτση, ήλθαν πολλοί νησιώτες, Ναξιώτες και μου είπαν: Θα το περάσετε αυτό το άρθρο 101 του Συντάγματος για τις νησιωτικές περιοχές; Τα ίδια συνάντησα στην Κρήτη που πήγαμε με τον κ. Αυγενάκη και με άλλους συναδέλφους.
Είναι πάρα πολύ σημαντικό, λοιπόν, να υιοθετήσουμε αυτή τη ρύθμιση. Δεν είναι ρύθμιση περί διαγραμμάτων. Στο Σύνταγμα δεν υπάρχουν ρυθμίσεις θεωρητικού ή, εν πάση περιπτώσει, φιλολογικού ενδιαφέροντος. Όλα έχουν αντιστοίχιση και ευθεία αναφορά στη ζωή του Έλληνα ή της Ελληνίδας.
Θα είναι, λοιπόν, μια γενναία απόφαση από όλες τις πτέρυγες της Βουλής -και ομιλώ για τους παρόντες και όχι για τους φυγομαχήσαντες- να υιοθετήσουμε και να ψηφίσουμε αυτή τη ρύθμιση.
Υπάρχουν και άλλες ρυθμίσεις στις οποίες δεν επιτρέπει ο χρόνος να επεκταθώ. Θα κρατήσω ιδιαίτερα την πρόταση που κάνουμε για αλλαγή συγκεκριμένων άρθρων του Συντάγματος που αφορούν τη διεύρυνση της ευθύνης των δημοσίων υπαλλήλων και με προσωπική τους ευθύνη για τη μη εξυπηρέτηση του Έλληνα και της Ελληνίδας, όπως επίσης την καθιέρωση της δυνατότητος να εξελίσσονται και να καταλαμβάνουν οργανικές θέσεις και οι υπηρετούντες στο δημόσιο τομέα οι οποίοι είναι με καθεστώς ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Για παράδειγμα, για τους συμβασιούχους –αρκετές χιλιάδες- οι οποίοι μονιμοποιήθηκαν, τι θα γίνει; Είναι καταδικασμένοι να μην εξελιχθούν; Είναι καταδικασμένοι να μην καταλάβουν οργανικές θέσεις στην ιεραρχία του δημοσίου τομέα, της δημοσίας διοίκησης;
Πολλά θα μπορούσα να πω για τα υπό συζήτηση άρθρα, αλλά ο χρόνος δεν το επιτρέπει.
Θα ήθελα, κύριε Πρόεδρε, με την άδειά σας να μιλήσω ένα λεπτό μόνο για το σύνολο της αναθεωρητικής προσπάθειας, μια και σήμερα είναι η καταληκτική διαδικασία, η καταληκτική συζήτηση προ της ψηφοφορίας στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όπως είπα και στην αρχή, πολλά μας χωρίζουν. Και είναι φυσικό. Αυτό σημαίνει δημοκρατία. Όμως, θα είναι πλήγμα στους δημοκρατικούς θεσμούς, πλήγμα στην εικόνα και στη λειτουργία του Κοινοβουλίου, πλήγμα στην υπόσταση του Κοινοβουλίου, εάν φύγουμε απ’ αυτήν την Αίθουσα τελειώνοντας την Προαναθεωρητική και βεβαίως αυτήν την Αναθεωρητική περίοδο, την πλέον αποφασιστική φάση της Αναθεώρησης του Συντάγματος, χωρίς να έχουμε αποτέλεσμα. Θα είναι πλήγμα. Θα δείξουμε ότι πραγματικά δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να λειτουργούμε σ’ αυτήν την Αίθουσα.
Αντίθετα, θα είναι νίκη του Κοινοβουλίου, νίκη της δημοκρατίας, νίκη του πολιτικού συστήματος, να βρούμε κοινούς δρόμους και να καταλήξουμε. Παρ’ όλο που έχουμε διαφορετικά σημεία εκκίνησης, ιδεολογικής και πολιτικής, έχουμε κοινές ανησυχίες για πολλά. Και αυτές οι ανησυχίες εκπηγάζουν από την ελληνική οικογένεια, από το μυαλό και την εμπειρία και την καθημερινή τριβή των πολιτών –αριστερών, δεξιών, κεντρώων, κεντροαριστερών, κεντροδεξιών- που έχουμε την τιμή να εκπροσωπούμε σ’ αυτήν την Αίθουσα.
Μην αφήσουμε αυτήν την ευκαιρία να παρέλθει ανεπιστρεπτί. Μη δώσουμε τη δυνατότητα στους εχθρούς του αντικοινοβουλευτισμού να ρίξουν δηλητηριώδη βέλη σε βάρος των δημοκρατικών θεσμών και του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πρέπει να προασπίσουμε την κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία. Και «προασπίζω» σημαίνει συζητώ, προβληματίζομαι, διαφωνώ, διαλέγομαι, αλλά τελικά επιχειρώ το αποτέλεσμα της διαλεκτικής, δηλαδή τη σύνθεση των απόψεων.
Θα είναι πλήγμα για όλους μας, για το κύρος του πολιτικού κόσμου, για το κύρος του πολιτικού συστήματος και τη λειτουργία του, για την εικόνα των δημοκρατικών θεσμών στα μάτια και του πλέον απομεμακρυσμένου πολίτη στις τέσσερις γωνιές της χώρας, αυτή η διαδικασία να αποβεί μάταιη και ατελέσφορη.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή)
Ας μην επιτρέψουμε σε ευκαιριακές και λαϊκιστικές λογικές του παρόντος χρόνου να διαβρώσουν την πίστη του ελληνικού λαού στο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατικής Πολιτείας.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.