Ομιλία κατά την συζήτηση Σ/Ν του Υπουργείου Δικαιοσύνης με θέμα «Αποχώρηση από την υπηρεσία Δικαστικών Λειτουργών» (10 Ιανουαρίου 2008)
Θα είχε σημασία σε αυτή την Αίθουσα, μια και είμαστε μόνο δικηγόροι, αν δεν κάνω λάθος.
Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το υπό συζήτηση νομοσχέδιο μπορεί να έχει λίγα άρθρα, αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι η ουσιαστική πολιτική και κοινωνική σημασία ενός νομοθετήματος δεν υπαγορεύεται από το πλήθος των σελίδων και των άρθρων. Καταδεικνύεται από το περιεχόμενό τους.
Νομίζω, λοιπόν, ότι είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό νομοσχέδιο, γιατί αφορά τα θέματα της ορθότητας και της αποτελεσματικότητας στην απονομή δικαιοσύνης, που αποτελούν θέματα ουσίας για το δημοκρατικό μας πολίτευμα και κυρίως, για τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν αυτές τις διαδικασίες του δημοκρατικού πολιτεύματος οι πολίτες στην καθημερινότητά τους.
Σε τελευταία ανάλυση, η δικαιοσύνη είναι το πιο κρίσιμο καταφύγιο για τον κάθε πολίτη, όταν αισθάνεται ότι αδικείται. Περισσότερο δε, η δικαιοσύνη και η διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης είναι το τελευταίο καταφύγιο για τον πολίτη που αισθάνεται αδύνατος μέσα στις Συμπληγάδες της καθημερινότητας και των αντιπαραθέσεων και αντιπαλοτήτων που δημιουργούνται εκεί.
Η Κυβέρνηση δεν ισχυρίζεται ότι στα τέσσερα χρόνια που κυβερνά η Νέα Δημοκρατία έχει λύσει όλα τα προβλήματα, τα οποία κληρονόμησε από την εποχή του ΠΑ.ΣΟ.Κ., προβλήματα πολλά που αφορούν τις υποδομές, τις διαδικασίες αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι αφορούν και την ποιότητα των στελεχών της δικαιοσύνης.
Ως μία γενική διαπίστωση, η δημοσιογραφία υπήρξε το θορυβώδες κομμάτι της επαγγελματικής μου δραστηριότητας. Η δικηγορία και μάλιστα η ποινική, υπήρξε το αθόρυβο, αλλά, επιτρέψτε μου να πω, εξίσου ουσιαστικό. Επειδή είχα την τιμή, λοιπόν, να κάνω μαχόμενη δικηγορία, θα σας πω και νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε ότι στην Ελλάδα, ο μέσος όρος των δικαστικών λειτουργών είναι υψηλός. Να το πούμε απλά, έχουμε καλούς δικαστές και ο Έλληνας πολίτης μπορεί να έχει εμπιστοσύνη ότι, προσφεύγοντας στις υπηρεσίες της ελληνικής δικαιοσύνης, θα βρει στο τέλος το δίκαιό του. Αυτός είναι ο κανόνας.
Υπάρχουν, όμως και εξαιρέσεις και νομίζω ότι ακριβώς στην αντιμετώπιση τέτοιου είδους εξαιρετικών, αλλά υπαρχουσών περιπτώσεων μέσα στο δικαστικό σώμα, εστιάζει την προσοχή του το υπό συζήτηση νομοσχέδιο. Είναι γνωστό και έχουμε καταγγελίες και διά του Τύπου ότι έχουμε συνεδριάσεις δικαστηρίων στις οποίες ορισμένα από τα μέλη του δικαστηρίου που κάθονται πίσω από την έδρα απολαμβάνουν περισσότερο τη συνάντησή τους με το Μορφέα -κατά το κοινώς λεγόμενον, τους παίρνει ο ύπνος- παρά ασχολούνται με την ακροαματική διαδικασία. Αυτή είναι η αλήθεια. Και δυστυχώς δεν είναι μία, είναι παραπάνω από τη μία περιπτώσεις.
Έχουμε άλλες περιπτώσεις, όπου εμφανίζονται δικαστές στην έδρα να δικάσουν και αρχίζουν και μοιράζουν χρόνια ποινής λες και είναι κουφέτα, χωρίς να έχουν διαβάσει δικογραφίες, χωρίς να έχουν ούτε καν διαβάσει -διορθώνω τα όσα είπα- χωρίς να έχουν καν αντιληφθεί, έστω και με απλό φυλλομέτρημα, το περιεχόμενο της δικογραφίας. Το βλέπουμε αυτό.
Έχουμε άλλες περιπτώσεις -επιτρέψτε μου να πω- δικαστών οι οποίοι ασκούν εκείνη τη στιγμή -μάλλον, λειτουργούν με την ιδιότητα του ανακριτού- που θεωρούν ότι ο καλύτερος τρόπος για να κατοχυρωθούν έναντι της όποιας κοινωνικής κριτικής, είναι να αποφασίσουν προφυλακίσεις και να γεμίζουν τις φυλακές, στερώντας έστω και προσωρινά την ελευθερία, αυτό το ύψιστο αγαθό, σύμφωνα με το Σύνταγμα, της ελληνικής δημοκρατικής πολιτείας, για να κατοχυρωθούν οι ίδιοι έναντι της όποιας κοινωνικής κριτικής ή της κριτικής των media. Λέει μέσα: «Άσε τον να πάει μέσα και βλέπουμε», αρνούμενοι να σκεφθούν εκείνη τη στιγμή τι σημαίνει αυτό, έστω η προσωρινή στέρηση της ελευθερίας του πολίτη, όταν δεν συντρέχουν απολύτως οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις τόσο από το νόμο, από την ελληνική συνταγματική τάξη, όσο και από τους ισχύοντες δικονομικούς κανόνες.
Λοιπόν, το να μη λειτουργεί σωστά η δικαιοσύνη αποτελεί μία μεγίστη θεσμική ανισορροπία, αλλά αποτελεί και μία βασική ανατροπή των αρχών της συνταγματικής τάξης της ελληνικής δημοκρατικής πολιτείας.
Η Κυβέρνηση παίρνει μέτρα και οφείλουμε να πούμε ότι σε αυτά τα τέσσερα χρόνια έχουν γίνει πολλά. Και πρέπει να πω ότι, παρ’ ότι έχει θητεία ολίγων μηνών στην καρέκλα του Υπουργού Δικαιοσύνης ο πρώην Αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Σωτήρης Χατζηγάκης, έδειξε από την αρχή και σε επίπεδο βουλήσεως, αλλά και σε επίπεδο αποτελεσμάτων, ότι θέλει να είναι μια πολιτική ηγεσία παρεμβαίνουσα, μια πολιτική ηγεσία που δημιουργεί, μια πολιτική ηγεσία που εργάζεται και φέρνει αποτελέσματα σε αυτήν την προσπάθεια όλων μας για να έχουμε ουσιαστικότερη και δικαιότερη απονομή δικαιοσύνης.
Αυτό το οποίο δεν καταλαβαίνω είναι τη διάχυτη καχυποψία, η οποία παρακολουθεί πάνω ή κάτω από τις γραμμές τον πολιτικό λόγο κορυφαίων κοινοβουλευτικών στελεχών του ΠΑ.ΣΟ.Κ., όταν αναφέρονται σε ζητήματα δικαιοσύνης.
Αυτό το οποίο βεβαίως πρέπει να σας πω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι μου προκάλεσε θλίψη, αλλά και κατάπληξη, ήταν η χθεσινή παρουσία σε αυτήν την Αίθουσα του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευση και Προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ., του κ. Γιώργου Παπανδρέου. Είναι ένας πολιτικός τον οποίο τον σέβομαι ως πρόσωπο, τον σέβομαι ως δημόσιο αξίωμα. Αλλά θεωρώ ότι είτε ο ίδιος έσφαλε, είτε αυτοί που τον συμβούλευσαν έσφαλαν, με αποτέλεσμα να εμφανιστεί ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας και να δημιουργήσει με τη συμπεριφορά του εικόνα και συνθήκες μιας αντιδημοκρατικής εκτροπής. Διότι η επίθεση την οποία επιχείρησε χθες ο κ. Γιώργος Παπανδρέου εναντίον της δικαιοσύνης και εναντίον κορυφαίων ανωτάτων εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών της ελληνικής δικαιοσύνης ήταν αντιδημοκρατική, συκοφαντική, υβριστική, απαράδεκτη.
Δεν είναι δυνατόν να ακούμε στις αίθουσες του Ελληνικού Κοινοβουλίου -είτε στις αρμόδιες επιτροπές, είτε στην Αίθουσα της Ολομέλειας- να είναι μόνιμος στόχος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου κ. Γιώργος Σανιδάς, ένας έγκριτος, διακεκριμένος, νομομαθής, επιστήμων εισαγγελικός λειτουργός, ο οποίος κατηγορείται, διότι πιστός στον όρκο του κάνει τη δουλειά του, όπως πρέπει.
Στο κάτω-κάτω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι οποίοι έχετε διακονήσει τη δικηγορία πριν εκλεγείτε σε αυτήν την Αίθουσα -και είναι σημαντικό ο πολιτικός να προέρχεται από τον επαγγελματικό στίβο της ζωής- γνωρίζετε πολύ καλά και το ξέρετε και το έχετε ζήσει και το έχετε βιώσει -αλλά γνωρίζετε να διαβάζετε και τις κείμενες διατάξεις- ότι όταν ο κ. Σανιδάς συνέταξε τη συγκεκριμένη εγκύκλιο για τις κάμερες, για την οποία σήμερα αποτελεί στόχο το ΠΑ.ΣΟ.Κ., ανταποκρίθηκε σε υποχρέωσή του που προκύπτει από τον Οργανισμό των δικαστών. Και επιπλέον, ανταποκρίθηκε σε αίτημα που του υπέβαλε το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας. Και δεν έκανε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο, παρά να περιγράψει και να συμπεριλάβει σε αυτήν την εγκύκλιό του, όλα αυτά που προβλέπει η ελληνική έννομος τάξη για το συγκεκριμένο ερώτημα, το οποίο του ετέθη από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία προέκυψαν και τα συγκεκριμένα κενά, τα οποία ήλθε η Κυβέρνηση, με μια γενναία νομοθετική πρωτοβουλία, να συμπληρώσει. Δεν επιθυμούμε η χώρα να έχει κράτος δικαστών. Ισχύει η διάκριση των εξουσιών από την εποχή του Διαφωτισμού και του Μοντεσκιέ μέχρι σήμερα. Και η συνταγματική τάξη της ελληνικής πολιτείας σέβεται και εφαρμόζει απολύτως αυτή τη διάκριση των εξουσιών.
Αφήστε, όμως, τη δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της. Εδώ εμφανίστηκαν κορυφαία κοινοβουλευτικά στελέχη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. αυτές τις μέρες, για να υπαγορεύσουν στους ανακριτές και τους εισαγγελείς, πώς έπρεπε να γίνει η προφυλάκιση και αν έπρεπε να γίνει η προφυλάκιση της κυρίας Τζέκου. Μα, είναι σοβαρά πράγματα αυτά; Θα υπαγορεύσουμε από αυτήν την Αίθουσα τις διαδικασίες και τα κριτήρια με τα οποία θα πρέπει να προφυλακίζεται κανείς;
Αντιλαμβανόμαστε ότι η εικόνα που έχει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. για τη δικαιοσύνη είναι τελείως διαφορετική. Και αυτό δεν το λέω εγώ. Εγώ σήμερα δεν θέλω να αμφισβητήσω τις καλές προθέσεις των Βουλευτών, συναδέλφων της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αλλά αυτό το οποίο έχει στη μνήμη του ο ελληνικός λαός είναι τα όσα έγιναν στο χώρο της δικαιοσύνης επί των κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Τι επικρατούσε τότε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι; Επικρατούσε η αντίληψη της ηγετικής ομάδας του ΠΑ.ΣΟ.Κ., που απλά θα πω ότι ήθελε θεραπαινίδα τη δικαιοσύνη.
Και την ήθελε θεραπαινίδα και στις κατώτατες και στις μεσαίες και στις ανώτατες βαθμίδες. Δεν θέλω να αναφερθώ –δεν μου επιτρέπει ο χρόνος- σε συγκεκριμένες περιστάσεις, αλλά νωπές είναι ακόμα στη συλλογική μνήμη του ελληνικού λαού οι εικόνες επεισοδίων μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων με μεταφερομένους οπαδούς με πούλμαν, επεισοδίων μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων.
Δεν τα θυμόμαστε αυτά; Τα ξεχάσαμε αυτά; Θυμόμαστε τους προπηλακισμούς; Θυμόμαστε εφημερίδες του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που είχαν εξειδικευτεί τότε σε προσωπικές, ανοίκειες, συκοφαντικές, υβριστικές επιθέσεις εναντίον ανωτάτων λειτουργών της δικαιοσύνης και εισαγγελέων;
Αυτή είναι η αλήθεια. Προς τι λοιπόν αυτό το μίσος, αυτές οι επιθέσεις, αυτές οι ύβρεις, αυτές οι συκοφαντίες; Αφήστε τον κ. Σανιδά να κάνει τη δουλειά του όπως την κάνει, σεβόμενος κατά τον καλύτερο τρόπο τον όρκο του, τα καθήκοντά του και την αποστολή του, καθώς και όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες δικαστές, διότι όπως σας είπα, ο τόπος έχει ανάγκη από ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Οι Έλληνες πολίτες έχουν το δικαίωμα σε μία δίκαιη δίκη από το φυσικό τους δικαστή.
Ας αφήσουμε, λοιπόν, τη δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της και ας διαμορφώσουμε μέσα σ’ αυτήν την Αίθουσα θεσμικές διαδικασίες τέτοιες, ώστε να εγγυώνται αυτήν την ανεξαρτησία και αυτή τη δίκαιη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης.
Σε ό,τι αφορά το θέμα του κ. Ζορμπά, άκουσα τον εκλεκτό συνάδελφο, πολιτικό και δικηγόρο, τον κ. Νικητιάδη, να λέει «πότε είπε ο κ. Ζορμπάς;». Ο κ. Ζορμπάς, όταν προσήλθε για ακρόαση στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, ρωτήθηκε επιμόνως –μάλιστα, μπορείτε να ανατρέξετε στα Πρακτικά, είμαι μέλος της Επιτροπής- από την πρώην Πρόεδρο της Βουλής κ. Μπενάκη το εξής: «Εάν στο πόρισμα σας για το θέμα των ομολόγων είχατε διαπιστώσει ευθύνες πολιτικών, θα είχατε αποστείλει το πόρισμα στη Βουλή;» Είπε «βεβαίως, γνωρίζω πολύ καλά τι περιλαμβάνει η σχετική νομοθεσία και θα είχα αποστείλει το πόρισμα στη Βουλή».
Δεύτερη ερώτηση της κ. Μπενάκη επί το εμφαντικότερο ήταν η εξής: «Δηλαδή, το γεγονός ότι δεν στείλατε το πόρισμά σας στη Βουλή σημαίνει ότι δεν διαπιστώσατε ευθύνες πολιτικών προσώπων;». Απάντηση κ. Ζορμπά: «Ναι.».
Μπορείτε να ανατρέξετε στα Πρακτικά για να δείτε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ποια είναι η αλήθεια, ποια είναι η υπερβολή και ποιο είναι το ψέμα.
Με ψέματα, λοιπόν, δεν μπορεί να γίνει πολιτική ούτε να γίνεται κριτική στην Κυβέρνηση ούτε να γίνεται πολιτική αντιπαράθεση. Η Κυβέρνηση δεν λέει ότι έλυσε όλα τα προβλήματα της δικαιοσύνης εν μία νυκτί. Η Κυβέρνηση προσπαθεί. Και σ’ αυτό σας θέλουμε αρωγούς. Και ιδιαίτερα εστιάζω την προσοχή μου στους εκλεκτούς συναδέλφους εκείνους, άνδρες και γυναίκες –χωρίς να μειώνω τους άλλους- από το χώρο της Αξιωματικής, αλλά και της Ελάσσονος Αντιπολίτευσης που έχουν και την πείρα τη δικηγορική, τη δικαστική, που είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν επάγγελμα κατά τη διάρκεια του ιδιωτικού τους βίου μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων.
Να βάλουμε, λοιπόν, τα πράγματα σε μία τάξη, να ρίξουμε όλοι τους τόνους. Καλό είναι –και θα ευχηθώ γι’ αυτό- να μην επαναληφθεί η απαράδεκτη, αντιδημοκρατική εκτροπή την οποία στοιχειοθετεί η χθεσινή επίθεση στην οποία προέβη ο Αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Γεώργιος Παπανδρέου εναντίον ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, διότι –να ξεκαθαρίσουμε- η πολιτική ένδεια και η ανεπάρκεια ουσιαστικής αντιπολίτευσης δεν μπορούν πάντοτε να καλύπτονται με προπέτασμα οξύτητας και έντασης, πόσο μάλλον όταν αυτή η οξύτητα και αυτή η ένταση δηλητηριάζουν το πολιτικό κλίμα και, κυρίως, δημιουργούν κακές εντυπώσεις στο σύνολο του δικαστικού κόσμου της χώρας, οτιδήποτε και αν ψηφίζουν οι δικαστές έξω από την αίθουσα των δικαστηρίων ή την αίθουσα των διασκέψεων, δηλαδή μέσα σε αίθουσες στις οποίες καλούνται να φέρουν σε πέρας το καθήκον και τον όρκο τους.
Το νομοθέτημα της Κυβέρνησης αποτελεί ένα γενναίο άλμα προς τα εμπρός, ένα γενναίο άλμα για τον εκσυγχρονισμό και την ποιοτική αναβάθμιση του δικαστικού σώματος. Γι’ αυτό το υπερψηφίζουμε.
Όμως, θα παρακαλέσω τον Υπουργό Δικαιοσύνης να μη χάσει στο επόμενο χρονικό διάστημα της θητείας του –που εύχομαι και πιστεύω ότι θα είναι μακρύ- τη ζέση, τη βούληση και την αποφασιστικότητά του να προχωρεί σε όσο το δυνατόν πιο σωστή επίλυση προβλημάτων που εκκρεμούν στο χώρο, γιατί όντως τα προβλήματα είναι πολλά. Τα κληρονομήσαμε από τις κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και σιγά-σιγά, αλλά θα έλεγα και με ολοένα πιο γρήγορο ρυθμό, πρέπει να προχωρούμε στην αντιμετώπισή τους.