Ομιλία κατά την συζήτηση της «Ετήσιας Εκθέσεως 2007» του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού.(5 Ιουνίου 2008)



Επιτρέψτε μου και από την πλευρά μου, με την ιδιότητα του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας, να εκφράσω την πολύ θετική στάση όλων των συναδέλφων μελών της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας για τη σημερινή συνεδρίαση. Τα συγχαρητήρια αξίζουν στο Προεδρείο της Βουλής και προσωπικά στον Πρόεδρο, τον κ. Δημήτρη Σιούφα και βεβαίως, αξίζουν πολλά συγχαρητήρια για την εξαιρετική δουλειά που γίνεται από την Επιτροπή Αποδήμου Ελληνισμού, με επικεφαλής τον πρώην Υπουργό, τον συνάδελφο, τον κ. Τσιαρτσώνη.
Θα αδικούσαμε την πραγματικότητα, εάν δεν αποδίδαμε τα οφειλόμενα συγχαρητήρια και στον Υφυπουργό Εξωτερικών, αρμόδιο για θέμα αποδήμου ελληνισμού, τον κ. Κασσίμη, ένα συνάδελφο με μακρά κοινοβουλευτική πείρα, ο οποίος δείχνει πραγματικά ότι έχει πάρει στα σοβαρά την υπόθεση του αποδήμου ελληνισμού και κοιτάει να την υπηρετήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
Κύριε Ταμβάκη, κυρίες και κύριοι μέλη του Συντονιστικού Συμβουλίου του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού, είναι ιδιαίτερη χαρά και τιμή που παρίστασθε σήμερα στο Εθνικό Κοινοβούλιο. Μπορεί να ακούτε πολλά για τον πολιτικό κόσμο της χώρας και δεν είμαστε από εκείνους που θα σας πουν ότι το πολιτικό σύστημα δεν έχει προβλήματα. Βεβαίως έχει προβλήματα και πολλά πράγματα πρέπει να διορθωθούν. Αλλά θα αδικούσε κανείς τον πολιτικό κόσμο της χώρας, από τη μια πτέρυγα του Εθνικού Κοινοβουλίου μέχρι την άλλη, αν έλεγε ότι σ’ αυτήν την Αίθουσα, το σύνολο του πολιτικού κόσμου δεν σκέπτεται και δεν φροντίζει για τον απόδημο ελληνισμό.
Γνωρίζουμε ότι είμαστε ένα Έθνος διασποράς και όλοι, άλλος λίγο, άλλος πολύ, στην οικογένειά του, στο σπίτι του, έχουμε ζήσει τα ζητήματα και τις υποθέσεις, τις χαρές και τις λύπες της μετανάστευσης. Συμβαίνει και εγώ να προέρχομαι από δύο περιοχές της Ελλάδας από τους δύο γονείς μου, την Αρκαδία και την Ευρυτανία, από τις οποίες ξεκίνησε ένα τεράστιο μεταναστευτικό ρεύμα από τα τέλη του 19ου αιώνος και τις αρχές του 20ου κυρίως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και στη συνέχεια προς άλλες πλευρές και περιοχές του κόσμου.
Σήμερα, αν μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους και της ελληνικής επικράτειας βρίσκονται περίπου έντεκα εκατομμύρια Έλληνες και Ελληνίδες, υπάρχουν άλλοι τόσοι –δεν έχει σημασία αν είναι επτά ή δέκα- εκτός των ελληνικών συνόρων.
Εμείς αισθανόμαστε ότι το Εθνικό Κοινοβούλιο, ο πολιτικός κόσμος της χώρας, έχουμε τις ίδιες ευθύνες, ίσως και μεγαλύτερες απέναντί σας. ‘Εχουν γίνει αρκετά, για να μην αδικούμε. Έχουμε, όμως, πολύ δρόμο μπροστά μας και ο δρόμος αυτός είναι ανηφορικός.
Όλες οι πτέρυγες της Βουλής θεωρώ ότι θα εγκύψουμε πάνω στο θέμα, μετά τη γενναία πρωτοβουλία του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας και Πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, να συζητήσουμε πάλι από μηδενική βάση το θέμα της ψήφου των ομογενών. Προσέξτε, όμως. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει αυτό το ζήτημα, που αποτελεί μια καλή προοπτική περαιτέρω ουσιαστικής σύνδεσης του αποδήμου ελληνισμού με το εθνικό κέντρο, να μας οδηγήσει σε υπερβολές, σε ακρότητες που θα επιτρέψουν στον παραγοντισμό, στο μικροκομματισμό και στη μικροπολιτική να υπεισέλθουν μεταξύ μας, μεταξύ σας.
Επιπλέον, όλα αυτά είναι θετικά, είναι ουσιαστικά, αλλά κατ’ εμέ είναι εργαλειακά. Είναι θεσμικά εργαλεία για να δουλέψουμε καλύτερα και να υπηρετήσουμε τον κοινό μας στόχο: Να είμαστε κοντά, να έχουμε κοντά το εθνικό κέντρο με τα κομμάτια του ελληνισμού στις τέσσερις άκρες της οικουμένης. Γιατί όμως; Δεν θα μπορέσουμε να αξιολογήσουμε αυτήν την προσπάθειά μας, αν δεν δούμε να μεταφράζεται σε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Και ένα πρώτο μέτρο αξιολόγησης είναι πώς δουλεύουμε τη διατήρηση, την εμβάθυνση και τη διεύρυνση των γνώσεων που έχουν τα παιδιά του αποδήμου ελληνισμού για τον πολιτισμό, την ιστορία, τη γλώσσα μας, όλα αυτά που συγκροτούν την εθνική μας ταυτότητα.
Σε εποχές παγκοσμιοποίησης, με τα καλά της και τα αρνητικά της, σε εποχές που κάποιοι θέλουν να ισοπεδώνονται αξίες, εθνικές ταυτότητες, πολιτισμοί, παραδόσεις, ήθη, έθιμα, γλώσσες, ένα τέτοιο Έθνος, όπως το Έθνος των Ελλήνων, που έχει την τιμή να βασίζει τον πολιτισμό του σε μια γλώσσα που αποτελεί τη βάση του παγκόσμιου γλωσσικού πολιτισμού, δεν έχει δικαίωμα να μη δουλεύει και να μην προσπαθεί για να αποτελεί αυτή η γλώσσα το βασικό στοιχείο σύνδεσης, διασύνδεσης, το συνεκτικό ιστό, μαζί με τον πολιτισμό και την ιστορία μας, μεταξύ των κομματιών του ελληνισμού οπουδήποτε και αν βρίσκονται.
Είναι ένα πρώτο ζήτημα η γλώσσα, η παιδεία, η παράδοσή μας, στο οποίο θα δοκιμαστούμε αν τα εργαλεία τα οποία δρομολογούμε είναι αποτελεσματικά, διότι το να συμπαρασυρόμεθα σε μία διαδικασία λειτουργιών, παραγοντισμών, ψηφολεξίας, κ.ο.κ., εάν δεν έχει αποτέλεσμα, θα είναι ένα αδειανό πουκάμισο για όλους μας και κυρίως, θα μας εκθέσει όλους μας.
Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρόν! Ιδού πεδίο δημιουργίας! Όλοι δοκιμαζόμαστε και πριν απ’ όλους εμείς και στη συνέχεια, όμως, εσείς ως ηγεσία του απόδημου ελληνισμού. Η πατρίδα έχει την υποχρέωση να σας δώσει όλα τα εργαλεία –σωστά ειπώθηκαν και από την πλευρά του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και από την πλευρά των άλλων αγορητών των Κομμάτων της ελάσσονος Αντιπολίτευσης και από την πλευρά των αγορητών της Συμπολίτευσης- και τα οικονομικά μέσα και κάθε λογής δομές εργαλειακής φύσεως που θα βοηθήσουν το Σ.Α.Ε. να ανταποκριθεί στα πολύ σημαντικά καθήκοντά του.
Όμως, θα δοκιμαστούμε όλοι και για τα αποτελέσματα. Και πριν απ’ όλα, τα αποτελέσματα στους τομείς που προανέφερα –και δεν τους λέω μόνο εγώ, νομίζω ότι είναι κοινός τόπος σ’ όλες τις πτέρυγες της Βουλής- πρέπει να τα μετράμε και να τα αξιολογούμε.
Είναι κοινό μυστικό ότι ο ελληνισμός στις τέσσερις άκρες της οικουμένης έχει κάνει πολλά. Και θα μπορούσε να κάνει περισσότερα εάν μπορούσαμε να έχουμε βρει τους συνδέσμους μέσα στην καθημερινότητα, τους διαδρόμους εκείνους της επικοινωνίας που θα μας έδιναν τη δυνατότητα να ανταλλάσσουμε πληροφορίες, να γνωρίζουμε οι μεν τις ανάγκες των δε, ώστε να μπορούμε να προσφέρουμε και να καλύπτουμε τα όποια ελλείμματα παρατηρούνται στην πορεία.
Αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε μία λογική «γκετοποίησης» του ελληνισμού στις εθνικές κοινωνίες, στις οποίες αναπτύσσει από χώρα σε χώρα το βηματισμό –επαγγελματικό, ακαδημαϊκό, πολιτικό, κοινωνικό- της δικής του καθημερινότητας. Θέλουμε τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, όπου και αν βρίσκονται, στις τέσσερις άκρες της οικουμένης, ενεργά μέλη και των τοπικών εθνικών κοινωνιών, σε όλα τα επίπεδα, κοινωνικό, οικονομικό, επαγγελματικό, πολιτικό. Σε όλα τα επίπεδα! Αλίμονο αν τους «γκετοποιήσουμε» για να τους έχουμε κοντά στην πατρίδα!
Γι’ αυτό είναι δύσκολη η προσπάθεια που έχουμε μπροστά μας και εμείς και εσείς. Υπάρχει η θέληση, υπάρχει η επιθυμία και σε τελευταία ανάλυση υπάρχει το καθήκον. Όταν μπαίνουμε σ’ αυτήν την Αίθουσα, ορκιζόμαστε στο Σύνταγμα της Ελληνικής Πολιτείας. Και το Σύνταγμα λέει ότι είναι υποχρέωση όλων μας να φροντίσουμε για τον απόδημο ελληνισμό.
Κλείνοντας, θέλω να σας πω ότι σας υποδεχόμαστε με τα καλύτερα αισθήματα αγάπης, τιμής και σεβασμού. Θα ήθελα να σας παρακαλέσω να μεταφέρετε αυτά τα αισθήματα του συνόλου του πολιτικού κόσμου της χώρας και των μελών της Εθνικής Αντιπροσωπείας στις τέσσερις άκρες του κόσμου, εκεί που υπάρχουν και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες.
Είναι χαρά και τιμή μας που σας είχαμε σήμερα κοντά μας!