Ομιλία κατά την συζήτηση, επί της Εκθέσεως της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, της συσταθείσης με ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, «Για την παρακολούθηση της πολιτικής της μετανάστευσης» (11 Ιανουαρίου 2008)
Σήμερα συζητούμε το αποτέλεσμα της δουλειάς μιας επιτροπής, η οποία δημιουργήθηκε ad hoc και νομίζω ότι κατά κοινή ομολογία όλων των πτερύγων της Βουλής παρήγαγε έργο σημαντικό, έργο που αναβαθμίζει την εικόνα της Βουλής στα μάτια του ελληνικού λαού, στα μάτια της κοινής γνώμης. Γι’ αυτό δημόσια –θα το κάνω και κατ’ ιδίαν- θα παρακαλέσω δι’ ημών, κυρία Πρόεδρε, το Προεδρείο της Βουλής να φροντίσει ώστε σε ειδικές εκπομπές του καναλιού της Βουλής να προβληθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτό το έργο. Επαναλαμβάνω, αναβαθμίζει την εικόνα του Εθνικού Κοινοβουλίου.
Το θέμα της μετανάστευσης είναι θέμα σύνθετο, δύσκολο και ταυτόχρονα ένα θέμα το οποίο ετέθη στην ελληνική κοινωνία, ετέθη στην πατρίδα μας, με τρόπο επιτακτικό, απρόσμενο και αναπάντεχο. Ακολούθησε τις ραγδαίες ιστορικές αλλαγές που επισυνέβησαν το 1990 -λίγο πριν, λίγο μετά το ’90- και το νέο πολιτικό χάρτη, όπως αυτός διαμορφώθηκε οικουμενικά. Πρόκειται για ένα νέο φαινόμενο παγκοσμιοποίησης.
Ταυτόχρονα, τροφοδοτήθηκε και τροφοδοτείται από τις εστίες κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, τις εστίες σύγκρουσης, εμφύλιες διαμάχες πάσης φύσεως και παντός περιεχομένου, τα προβλήματα ανέχειας του τρίτου κόσμου, τα προβλήματα αυταρχικών καθεστώτων και δικτατοριών, τα προβλήματα περιφερειακών πολέμων.
Ασφαλώς το πρόβλημα σε ό, τι αφορά την Ελλάδα, μία χώρα της ευρωζώνης, είναι πρωτίστως ευρωπαϊκό, αν λάβει κανείς υπ' όψιν και τις εγγυήσεις που έχουμε δώσει στα πλαίσια της Συμφωνίας Σένγκεν.
Ταυτόχρονα όμως, εάν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές και σωστοί στη κρίση μας και στην εκτίμησή μας, θα πρέπει να δεχθούμε ότι η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τα θέματα της μετανάστευσης έχει τις δικές της εθνικές και περιφερειακές ιδιαιτερότητες. Πώς να το κάνουμε; Οι συντεταγμένες του προβλήματος στην Ελλάδα μπορεί να είναι κοινές με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες ως ένα βαθμό, αλλά από ένα βαθμό και πέρα αυτές οι συντεταγμένες παραλλάσσονται, διαφοροποιούνται, είναι διαφορετικές.
Η ελληνική κοινωνία βρήκε σιγά-σιγά τον δρόμο της. Στην πορεία, βρήκαν το δρόμο τους και οι ελληνικές κυβερνήσεις. Άργησαν όμως. Πληρώσαμε την ανυπαρξία ουσιαστικής μεταναστευτικής πολιτικής και αυτή η ανυπαρξία και αυτή η αργοπορία -πώς να το κάνουμε;- βαρύνει τις κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ της τελευταίας οκταετίας, δεκαετίας.
Θα πρέπει να έχουμε το θάρρος να παραδεχθούμε ότι το μεταναστευτικό ρεύμα που ήρθε στην Ελλάδα συνέβαλε στην περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας. Αυτή είναι η αλήθεια. Είναι ψέμα αυτό που ακούγεται από ορισμένες πλευρές ότι δήθεν οι μετανάστες που ήρθαν στην Ελλάδα παίρνουν τις δουλειές των Ελλήνων και των Ελληνίδων. Αυτό είναι ψέμα.
Μία αντικειμενική επιστημονική έρευνα όσον αφορά τις συνθήκες της εσωτερικής αγοράς εργασίας, δείχνει ότι οι μετανάστες κάλυψαν θέσεις που αρνούνται να καλύψουν οι Έλληνες και οι Ελληνίδες. Ταυτόχρονα, συνεισέφεραν στα ασφαλιστικά ταμεία –βεβαίως με τη νομιμοποίηση της εργασίας τους στην Ελλάδα- και στις τοπικές αγορές. Αυτή είναι η αλήθεια.
Όμως, αν θέλουμε να λέμε την αλήθεια προς κάθε κατεύθυνση και αν θέλουμε να βλέπουμε την αλήθεια σε όλο το βάθος και το εύρος της, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι ορισμένες κατηγορίες λαθρομεταναστών –γιατί αυτός είναι ο όρος- συνέβαλαν όχι στη δημιουργία προβλημάτων, αλλά στην ένταση των προβλημάτων, όπως το πρόβλημα της εγκληματικότητας στην Ελλάδα. Μιλάω ιδιαίτερα για μια κατηγορία λαθρομεταναστών, η οποία πέρασε τα ελληνικά σύνορα μετά τα φαινόμενα διάλυσης του κράτους της Αλβανίας που ακολούθησαν την εξέγερση τοπικών πληθυσμών στην Αλβανία, μετά το σκάνδαλο των πυραμίδων επί καθεστώτος Μπερίσα.
Όλες οι στατιστικές και επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι στη γιγάντωση του προβλήματος, του κοινού εγκλήματος, στην Ελλάδα έχουν τη δική τους συμβολή και κακοποιά στοιχεία τα οποία ήρθαν από τη γειτονική μας Αλβανία και βεβαίως συνέπραξαν στην εγκληματική, παραβατική συμπεριφορά από κοινού με ημεδαπά, δικά μας κακοποιά στοιχεία.
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι η ένταση του εγκληματικού φαινομένου και των παραβατικών συμπεριφορών στην Ελλάδα οφείλεται μόνο σε λαθραίους Αλβανούς μετανάστες ούτε συνδέεται με τη μεγάλη πλειοψηφία του μεταναστευτικού στοιχείου που ήρθε από τη γειτονική μας χώρα και είναι φιλήσυχοι άνθρωποι, άνθρωποι που ήρθαν να διεκδικήσουν ένα καλύτερο αύριο, ένα καλύτερο μεροκάματο για τους ίδιους και τα μέλη των δικών τους οικογενειών.
Τώρα, θα επαναλάβω κάτι που είπα από την αρχή. Θα μιλήσω για την ανυπαρξία ουσιαστικής μεταναστευτικής πολιτικής επί των πρώτων χρόνων του ΠΑ.ΣΟ.Κ., την αμηχανία, την αδιαφορία με την οποία αντιμετώπισαν το θέμα και για τις ιδεοληψίες κάτω από τις οποίες αντιδρούσαν οι δήθεν εκσυγχρονιστές του τότε, όταν εντός και εκτός Βουλής πολλοί από τότε τονίζαμε ότι πρέπει να υπάρξει μεταναστευτική πολιτική και για την προστασία της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και για την προστασία των ανθρωπίνων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων των άτυχων αυτών ανθρώπων που ήρθαν εδώ προς αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, διότι η μεταναστευτική πολιτική, η νομιμότητα, προστατεύει και αυτούς, πρωτίστως αυτούς θα λέγαμε.
Οι ιδεολογικές αγκυλώσεις της περιόδου εκείνης πληρώθηκαν πολύ ακριβά στην καθημερινότητα που ζούμε στην Ελλάδα, είτε αυτή η καθημερινότητα αφορά τον Έλληνα και την Ελληνίδα, είτε αφορά εδώ άλλους συμπολίτες μας, οι οποίοι πέρασαν τα σύνορα και προσήλθαν από άλλες χώρες.
Επειδή ακούγονται πολλά σε αυτήν την Αίθουσα περί ξενοφοβίας και ρατσισμού του ελληνικού λαού, ακούστε. Είμαι ένας από εκείνους που προέρχονται από μεταναστευτικές οικογένειες. Τα δύο τοπικά διαμερίσματα της χώρας από τα οποία κατάγονται οι γονείς μου, η Αρκαδία και η Ευρυτανία, τροφοδότησαν για πολλά χρόνια τα ρεύματα μετανάστευσης που ξεκίνησαν από την Ελλάδα και ξεχύθηκαν στις τέσσερις άκρες του κόσμου.
Η Ελλάδα, επειδή ακριβώς είχε αυτήν την πορεία και επειδή έχει ζήσει την ξενιτιά και τη μετανάστευση, το μεροκάματο στα ξένα το έχει ζήσει στο πετσί της, το έχει βιώσει στο κύτταρό της. Η Ελλάδα δεν εμφανίζει τα φαινόμενα ξενοφοβίας και ρατσισμού τα οποία συναντώνται στην υπόλοιπη Ευρώπη. Έχει τύχει να σπουδάσω σε ευρωπαϊκή χώρα και, μάλιστα, στη χώρα που αποτελεί την κοιτίδα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την κοιτίδα –επιτρέψτε μου να πω- της κληρονομιάς, ας πούμε, του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που είναι η Γαλλία.
Όσοι, λοιπόν, στα νιάτα μας είχαμε τα χρώματα που έχουμε στο πρόσωπό μας και πηγαίναμε πιο πολύ στο Commissariat στη Γαλλία μαζί με συμφοιτητές μας από τις χώρες του Μαγκρέμπ, για παράδειγμα, για να ανανεώσουμε την κάρτα διαμονής κ.ο.κ., γνωρίζουμε τι σήμαινε αυτό και ποια ήταν η αντιμετώπιση.
Επίσης, επειδή άκουσα τον κ. Νικητικάδη να λέει τι συμβαίνει στην Ελλάδα και τι συμβαίνει αλλού, εγώ θα σας πω, αγαπητέ κύριε Κοινοβουλευτικέ Εκπρόσωπε του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ότι η Ελλάδα είναι μπροστά σε πάρα πολλά πράγματα. Και επειδή συνήθως είναι η παράδοση των περισσοτέρων λειτουργών του πολιτικού συστήματος να ελεεινολογούμε τα πράγματα στη χώρα μας, εγώ θα πω ότι είμαι υπερήφανος, γιατί ο ελληνικός λαός παρά τα προβλήματα που του κληροδότησαν οι κυβερνήσεις, δέχεται να πληρώνει σήμερα μέσω του Εθνικού Συστήματος Υγείας –και σωστά και μπράβο στον ελληνικό λαό- την περίθαλψη του άτυχου εκείνου λαθρομετανάστη, ο οποίος βρέθηκε εδώ και παρουσίασε ένα πρόβλημα υγείας. Αυτή είναι η αλήθεια. Αυτό πρέπει να ξέρει ο ελληνικός ότι δεν συμβαίνει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Αν όχι σε όλες, συμβαίνει σε ελάχιστες.
Επίσης, πολύ σωστά είπε ο αρμόδιος Υπουργός Προκόπης Παυλόπουλος ότι όποιο παιδί θέλει να εγγραφεί στο σχολείο να μάθει γράμματα, γράφεται ανεξάρτητα αν οι γονείς του είναι μετανάστες που διαβιούν νομίμως ή λαθραίως στην Ελλάδα. Και αυτό αποτελεί ακόμα μία ένδειξη του ανθρωπισμού, του διαχρονικού πολιτισμού που διέπει την ψυχοσύνθεση, την ψυχολογία του μέσου Έλληνα και της μέσης Ελληνίδας. Για να μην ελεεινολογούμε τον Έλληνα και την Ελληνίδα, πρέπει να πούμε ότι συνεισφέρει σε πολλά και εξακολουθεί στο κύτταρό του να έχει το αρχέτυπο του πολιτισμού, του ουσιαστικού διαφωτισμού της ελληνικής κλασσικής αρχαιότητας. Αυτή είναι η αλήθεια.
Σε ό,τι αφορά τις ξένες χώρες, να σας θυμίσω, κύριε Νικητιάδη, την προβληματική και την εν γένει συμπεριφορά κορυφαίων προσωπικοτήτων της γαλλικής πολιτικής ζωής κατά τη διάρκεια της πρόσφατης σχετικά προεκλογικής εκστρατείας στη Γαλλία για την εκλογή νέου Προέδρου. Να σας θυμίσω τις ακρότητες στις οποίες παρεσύρθη και αυτό το γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα, το οποίο στο παρελθόν έδωσε κορυφαίες προσωπικότητες του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού και διαφωτισμού, όπως ο Jean Jaur?s, o L?on Bloum και τόσοι άλλοι.
Σας θυμίζω απλώς μία από τις προτάσεις που κατέθεσε επισήμως η προεδρική υποψηφία των Γάλλων σοσιαλιστών κυρία S?gol?ne Royal, ζητώντας να αντιμετωπιστεί η παραβατικότητα των νέων και ιδιαίτερα αυτών που προέρχονται από τον τρίτο κόσμο και διαβιούν στη Γαλλία με τη δημιουργία σχολείων-στρατοπέδων υπό τη διοίκηση των γαλλικών ενόπλων δυνάμεων. Αντιλαμβάνεστε ότι στην Ελλάδα, για να μην κατηγορούμε και να μην αναθεματίζουμε το πολιτικό φάσμα, δεν διανοήθηκε καμία υπαρκτή πολιτική δύναμη –δεν μιλάω για τις παραφυάδες, τις γραφικότητες και τις εξαλότητες των τηλεοπτικών καναλιών, αλλά για υπαρκτή πολιτική δύναμη που στέλνει ο ελληνικός λαός στο εθνικό Κοινοβούλιο- να εκστομίσει τέτοιου είδους έννοιες.
Να σας αναφέρω και ένα απόσπασμα από τα όσα είπε προεκλογικά ο σημερινός Γάλλος Πρόεδρος ο Nicolas Sarkozy, μια από τις εξέχουσες πολιτικές φυσιογνωμίες του ευρωπαϊκού πολιτικού στερεώματος. «Όποιος θέλει» είπε κατά λέξει ο Sarkozy «να ζήσει και να εργαστεί στη Γαλλία πρέπει πριν από όλα και πρώτα απ’ όλα να δηλώσει ότι είναι τιμή του και υπερηφάνειά του που μένει σε αυτόν τον τόπο και να καταστεί αμέσως κοινωνός του γαλλικού πολιτισμού, της γαλλικής ιστορίας, της γαλλικής γλώσσας. Χωρίς αυτά θεωρώ –είπε- αδιανόητο να τον αποδεχθούμε στη Γαλλία.»
Η Ελλάδα είναι μπροστά και πρέπει να το παραδεχθούμε. Και η Ελλάδα με τις δειλές προσπάθειες, τις πρώτες, τις αργοπορημένες προσπάθειες των κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αλλά με τη σωστή και γρήγορη πολιτική που ασκεί σήμερα η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών υπό τον Προκόπη Παυλόπουλο, ανοίγει δρόμους. Είναι πρωτοπόρος. Θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι αντιμετώπισε ένα πρόβλημα σε μεγάλο εύρος, μεγάλο βάθος και με μεγάλη οξύτητα. Ήδη πορευόμαστε σωστά, αλλά –το τονίζω- η ασυδοσία και η ανυπαρξία πολιτικής και οι ιδεολογικές αγκυλώσεις τόσο από το ένα άκρο όσο και από το άλλο μπορούν να μας οδηγήσουν σε προβλήματα στο μέλλον.
Να δούμε το πρόβλημα. Να εντείνουμε τις πολιτικές κοινωνικής ένταξης, γιατί αυτό έχει σημασία. Να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στα θέματα της εκπαίδευσης, που είναι τα πιο σημαντικά, και, κύριε Παυλόπουλε, απευθυνόμενος προς εσάς, επιτρέψτε μου να πω -δεν είστε, βέβαια, ο αρμόδιος Υπουργός- δι’ υμών στην Κυβέρνηση να προσέξουμε ιδιαίτερα -κάτι που ειπώθηκε στη συζήτηση πριν από λίγο- από την πλευρά μας τώρα την τύχη, τα ανθρώπινα εκπαιδευτικά και λοιπά δικαιώματα των ελληνικών κοινοτήτων που προέρχονται από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, όπου έχουμε πρόβλημα άμεσο, όπως τα προβλήματα των ελληνικών κοινοτήτων της Υπερκαυκασίας, που από τα προβυζαντινά χρόνια έχουν την παρουσία τους εκεί. Μιλάω για την Υπερκαυκασία, για τη Γεωργία και για το κέντρο της στέπας της Ασίας, που είναι το Καζακστάν. Έχουμε εκεί προβλήματα, κύριε Υπουργέ. Δεν είναι αρμόδιο το Υπουργείο σας, αλλά δι’ υμών, σας παρακαλώ να διαβιβαστεί στην Κυβέρνηση ότι τα προβλήματα αυτά πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα.
Ευχαριστώ πολύ.