Ομιλία κατά την συζήτηση προτάσεως του Π.Α.Σ.Ο.Κ περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 1 παράγραφος 2α, του Σ/Ν του Υπουργ. Εσωτερικών: Τροποποίηση του ν. 3231/2004 «Εκλογή Βουλευτών». (22 Ιανουαρίου 2008)
Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είναι πρώτη φορά που γίνεται μια τέτοια συζήτηση στην Εθνική Αντιπροσωπεία. Και δεν είναι πρώτη φορά, γιατί, βεβαίως, είναι πολύ εύκολο να παρασυρθούμε σε μία συζήτηση -και μάλιστα εξεζητημένη- μεταξύ νομικών ή, αν θέλετε, περισσότερο ασχολουμένων με τα θέματα του δημοσίου δικαίου. Έχει σημασία, όμως, σήμερα ειδικά, να καταλάβει ο κόσμος τι εννοούμε.
Όταν προχωρούμε και στην ελληνική έννομη τάξη, στην ελληνική συνταγματική τάξη, δεν έρχεται ο συνταγματικός χάρτης της χώρας να προσδιορίσει σε παγία βάση το εκλογικό σύστημα της χώρας, αλλά αφήνει αυτήν την ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη.
Όταν συζητούμε, λοιπόν, στο νομοθετικό Σώμα για ένα νέο εκλογικό σύστημα, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι μέσα από αυτήν τη διαδικασία πρέπει να πληρούται η βασική συνταγματική επιταγή που ορίζει την αρχή της ισότητας και της καθολικότητας της ψήφου του κάθε πολίτη αυτής της πολιτείας, της ελληνικής πολιτείας.
Από την άλλη πλευρά, όμως, ο ελληνικός λαός δεν θέλει μόνο να εκπροσωπηθεί στα πλαίσια του αντιπροσωπευτικού συστήματος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά θέλει και να κυβερνηθεί και να κυβερνηθεί με σταθερότητα και αποτελεσματικότητα.
Πώς, λοιπόν, από τη μία θα σταθμίσουμε τη μία επιταγή, όπως καταγράφεται στο συνταγματικό χάρτη της ελληνικής πολιτείας, δηλαδή, το να υπάρξει όσο το δυνατόν περισσότερο αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση και από την άλλη, μέσα από αυτήν τη διαδικασία, να προέλθει μία Κυβέρνηση σταθερή και ικανή να κυβερνήσει τον τόπο, για να δώσει απάντηση στα καθημερινά προβλήματα του Έλληνα και της Ελληνίδας.
Αυτή η στάθμιση καταγράφεται και στο συνταγματικό χάρτη, αλλά και στην εν γένει εκλογική νομοθεσία, όπως έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες στον τόπο μας. Είναι γεγονός ότι η ελληνική εκλογική νομοθεσία έχει ξεκαθαρίσει από την αρχή τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τους μεμονωμένους πολιτικούς σχηματισμούς από τους συνασπισμούς κομμάτων.
Η δικαιολογία αυτής της ρύθμισης είναι προφανής. Η πολιτική ανομοιογένεια που χαρακτηρίζει τους συνασπισμούς των Κομμάτων και σε αρκετές περιπτώσεις η ευκαιριακή προεκλογική λογική και σκοπιμότητα, μέσα από την οποία κινείται και ολοκληρώνεται η σχετική διαδικασία, αποτελεί στοιχείο νόθευσης της λαϊκής ψήφου. Αυτή είναι πραγματικότητα. Και είναι κάτι που δεν κατοχυρώνεται μόνο μέσω της ελληνικής εκλογικής νομοθεσίας, αλλά γίνεται άμεσα αντιληπτό και από το μέσο πολίτη. Αυτή είναι η αλήθεια.
Να συμπληρώσουμε, εξάλλου, ότι ακριβώς, εν όψει της εξασφάλισης της κυβερνητικής σταθερότητας, στην ελληνική εκλογική νομοθεσία είθισται να κάμπτεται η συνταγματική αρχή της ισότητας της ψήφου και της ίσης μεταχείρισης των πολιτικών κομμάτων και έτσι οδηγούμεθα στη διαφορετική αντιμετώπιση του μεμονωμένου πολιτικού σχηματισμού και του σχηματισμού των πολιτικών κομμάτων.
Αυτή είναι, λοιπόν, η πραγματικότητα. Έτσι αντιμετωπίζει η ελληνική εκλογική νομοθεσία τις συγκεκριμένες περιπτώσεις και μέσα απ’ αυτή τη λογική έρχεται και το συγκεκριμένο νομοθέτημα, του οποίου η συζήτηση επί της αρχής ξεκινάει απόψε στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων, να αντιμετωπίσει το θέμα.
Με πιο απλά λόγια, το Υπουργείο Εσωτερικών και ο κ. Παυλόπουλος, που είναι ο αρμόδιος Υπουργός για τη συζήτηση του σχετικού νομοθετήματος και το εισάγει προς συζήτηση και ψήφιση απόψε στη Βουλή, δεν κάνει τίποτα διαφορετικό και τίποτα ξένο προς την ήδη διαμορφωθείσα ελληνική εκλογική νομοθεσία. Ακολουθεί την πεπατημένη. Και προς αυτήν την κατεύθυνση υποδεικνύει και το περιεχόμενο της εισήγησης του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής.
Κατά συνέπεια, η ένσταση περί αντισυνταγματικότητας του εισαγομένου προς συζήτηση και ψήφιση νομοσχεδίου του Υπουργείου Εσωτερικών, την οποία θέτει η Αξιωματική Αντιπολίτευση, πέφτει στο κενό. Δεν ανταποκρίνεται προς την ήδη διαμορφωμένη εκλογική νομοθεσία και –επιτρέψτε μου να πω- δεν ανταποκρίνεται και προς την κοινή αντίληψη, την κοινή λογική και το κοινό αίσθημα κάθε απλού πολίτη, που επιζητεί από εμάς να σταθμίσουμε τις δύο βασικές συνταγματικές επιταγές: Από τη μία ισότιμη και καθολική ψήφος, ψήφος μέσω της οποίας θα έχουμε ένα πολίτευμα αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όμως, από την άλλη, διαδικασία ψηφοφορίας, δημοκρατική διαδικασία, μέσω της οποίας θα προέρχονται σταθερές κυβερνήσεις, ικανές να ανταποκρίνονται στα μεγάλα αιτήματα και στα ζέοντα προβλήματα της καθημερινότητας του Έλληνα και της Ελληνίδας.
Κατόπιν τούτου, κύριε Πρόεδρε, κύριες και κύριοι συνάδελφοι, η δική μας θέση είναι ότι πρέπει να μη γίνει δεκτή η ένσταση αντισυνταγματικότητας που διατύπωσαν οι συνάδελφοι της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Ευχαριστώ πολύ.