Ομιλία κατά την συζήτηση επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του Σ/Ν του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών «Ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και άλλες διατάξεις».(19 Νοεμβρίου 2008)



Καταρχήν, επιτρέψτε μου να επισημάνω την εξαιρετικά μεγάλη πολιτικά σημασία της συζητήσεως που γίνεται στη Βουλή. Άρχισε χθες, συνεχίζεται σήμερα και θα ολοκληρωθεί αύριο σε ένα τόσο κρίσιμο νομοθέτημα της Κυβέρνησης, σε μία τόσο κρίσιμη νομοθετική πρωτοβουλία.
Οφείλατε να γνωρίζατε και να είστε καλύτερα πληροφορημένοι ότι χθες ο Υπουργός Οικονομίας, αφού ολοκλήρωσε με τη παρέμβασή του συγκεκριμένες βελτιώσεις επί της νομοθετικής πρωτοβουλίας, είχε υποχρέωση στο Προεδρικό Μέγαρο. Δεν είναι σωστό, κύριε Πρόεδρε, να παίζουμε με τις εντυπώσεις.
Και άρχισα λέγοντας ότι θέλω να χαιρετίσω τη συμβολή όλων των συνάδελφων μου σε αυτή την τριήμερη συζήτηση. Γιατί; Διότι επιτέλους επανέρχεται η πολιτική, επιστρέφει η πολιτική.
Κάποιοι προσπαθούν τον τελευταίο καιρό να αιχμαλωτίσουν τη δημόσια συζήτηση και το δημόσιο βίο σε παραπολιτικούς δαιδάλους και διαδρόμους.
Εάν ερχόταν κάποιος στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή και άνοιγε τα κανάλια και έβλεπε δημοσιολογούντες και δημοσιογραφούντες, το μεγαλύτερο μέρος αυτών, θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι έχουμε λύσει όλα τα προβλήματα, ότι είμαστε σε απόκλιση από τον υπόλοιπο κόσμο, ότι πιθανώς βρήκαμε πετρέλαιο στην πατρίδα μου την Αρκαδία και κατά συνέπεια, δεν παρακολουθούμε ούτε την προβληματική, ούτε τη βάσανο των προβλημάτων του υπολοίπου κόσμου και της υπόλοιπης Ευρώπης, που κοιτάνε πώς θα ανασυγκροτηθούν και πώς θα αντιμετωπίσουν τη διεθνή οικονομική κρίση.
Σήμερα, λοιπόν, επανέρχεται η πολιτική, γιατί φτάσαμε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στο σημείο κάποιοι να έχουν αναγορεύσει πρόσωπα της γκρίζας ζώνης της καθημερινότητας, όπως ο περιβόητος κύριος δικηγόρος του βίντεο, σε τιμητές του Πρωθυπουργού, των Κομμάτων, του πολιτικού συστήματος και της δημόσιας ζωής. Εκεί φτάσαμε.
Επιστρέφει, λοιπόν, η πολιτική με αυτή τη συζήτηση και αγγίζουμε επιτέλους τα πραγματικά προβλήματα του Έλληνα και της Ελληνίδας.
Ακόμα και εάν διαφωνεί κανείς με την Κυβέρνηση ή δεν την ψηφίζει ή δεν τη στηρίζει, οφείλει με τη ρήτρα της καλής πίστεως, που είναι στοιχείο του νομικού και του πολιτικού μας πολιτισμού, κύριε Πρόεδρε, να αναγνωρίσει ότι αυτή η Κυβέρνηση, αυτός ο Πρωθυπουργός, αυτός ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών είναι από τους πρώτους που αντέδρασαν μπροστά στην διεθνή οικονομική κρίση, πριν καν χτυπήσει την πόρτα της Ελλάδος.
Η Ελλάδα η χώρα μας, μετά την Ιρλανδία, ήταν η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που έσπευσε να εγγυηθεί τις καταθέσεις με πολιτική δήλωση, αλλά και με νομοθέτημα, έσπευσε να αποκαταστήσει την ασφάλεια των συναλλαγών και να δημιουργήσει κλίμα εμπιστοσύνης στην ελληνική αγορά.
Σημεία πανικού, σημεία ανησυχίας, κλίμα, αν θέλετε, γενικότερης αναταραχής δεν παρατηρήθηκε και δεν θα παρατηρηθεί στην Ελλάδα, όπως συνέβη σε άλλες χώρες, γιατί; Γιατί υπάρχει μια υπεύθυνη Κυβέρνηση που έσπευσε να προλάβει τέτοιου είδους δυσάρεστες καταστάσεις που θα λειτουργούσαν σαν θρυαλλίδα στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας.
Στην αρχή, λοιπόν, όταν η Κυβέρνηση άρχισε να δημοσιοποιεί το περιεχόμενο της νομοθετικής πρωτοβουλίας, έσπευσαν να πουν ότι κάνει δώρο στις τράπεζες! Συναλλάσσεται, λέει, κρυφίως, στο παρασκήνιο, κάτω από το τραπέζι, συναλλάσσεται πολιτικά με τους τραπεζίτες και τους κάνει ένα μέγιστο δώρο.
Ποιο ήταν το αμέσως αναμενόμενο, κύριε Πρόεδρε, το αυτονόητο; Ότι αφού η Κυβέρνηση κάνει δώρο, όπως έλεγαν δήθεν, έπρεπε να σπεύσουν και οι μεγαλοτραπεζίτες να το εισπράξουν. Όταν είδαν ότι οι μεγαλοτραπεζίτες άρχισαν να διαφωνούν και να κατηγορούν την Κυβέρνηση πιεζόμενοι από την ίδια, τότε είπαν ότι δεν είναι καλά τα μέτρα. Ας μας απαντήσουν. Δεν μπορεί να ψεύδονται τη μία και να αυτοδιαψεύδονται την άλλη. Ας μας απαντήσουν τελικώς. Τα μέτρα ήταν δώρο στις τράπεζες; Γιατί, λοιπόν, αντέδρασαν οι τράπεζες;
Βλέπουμε ότι η Κυβέρνηση δια της δυνάμεως και δια της πειθούς πέτυχε ήδη η μία μετά την άλλη τράπεζες να μπουν στο πακέτο των συγκεκριμένων μέτρων. Βεβαίως, η συμμετοχή τους δεν σημαίνει ούτε δώρο, ούτε είσπραξη από τον κρατικό κορβανά. Τα περί 28 δισεκατομμυρίων ευρώ-δώρο στις τράπεζες, νομίζω ότι είναι το λιγότερο κωμικά, γιατί έχουν εξηγηθεί, έχουν απαντηθεί και όποιος επιμένει ή δεν καταλαβαίνει ή ψεύδεται ενσυνειδήτως.
Θα υπάρξει κοινωνικός έλεγχος, θα υπάρξει πλήρης διαφάνεια, θα υπάρξει κοινωνικό μέρισμα και κοινωνικό αντίκρισμα, θα υπάρξουν δεσμεύσεις για μεταβίβαση της ρευστότητας ιδιαίτερα στη μικρομεσαία επιχείρηση. Από εκεί και πέρα, η Κυβέρνηση ξεδιπλώνει την πολιτική της, ξεκαθαρίζει ότι η όποια ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών θα περάσει στην πραγματική οικονομία, διότι αυτό είναι το ζητούμενο, πώς θα προστατεύσουμε, κύριε Πρόεδρε και κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, την πραγματική οικονομία, τους συμπολίτες μας, το μικρομεσαίο επιχειρηματία, τον έμπορο, τον ελεύθερο επαγγελματία, το μισθωτό, το συνταξιούχο, τον άνεργο. Γι’ αυτούς ενδιαφέρεται η Κυβέρνηση και το ενδιαφέρον της το βλέπετε ήδη να εκδηλώνεται βήμα με βήμα, νομοθέτημα με νομοθέτημα.
Και κλείνω. Ακούω τις ενστάσεις. Άκουσα και χθες την κυρία Κατσέλη και σήμερα. Ξέρω ότι έχει τις απόψεις της. Τις σέβομαι, μπορεί να διαφωνώ. Λυπάμαι που το Κόμμα της πολλές φορές αδικεί την ίδια, διότι ενώ λέει τις απόψεις της, αμφιταλαντεύεται ο Αρχηγός του Κόμματός της ποιον να πιστέψει και ποια γραμμή να ακολουθήσει. Βαβυλωνία! Ακούμε τις φωνές και τις οιμωγές και το θόρυβο που παράγουν οι συνάδελφοι του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Μάλιστα. Ολοκληρωμένη πρόταση δεν ακούμε.
Μέσα, λοιπόν, απ’ αυτή τη συζήτηση και την πρόοδό της ήδη, δυστυχώς, αναδεικνύεται –δυστυχώς γι’ αυτούς, ευτυχώς για τον τόπο- το αυτονόητο, ότι η πρόταση Καραμανλή, εν προκειμένω, η πρόταση Αλογοσκούφη συγκροτούν τη μόνη υπαρκτή και πρακτική διέξοδο για να απαντήσουμε στη σημερινή και ίσως την αυριανή οικονομική κρίση. Όλα τα υπόλοιπα είναι κραυγές μηδενιστικές, είναι οιμωγές, είναι καταστροφολογία, είναι μεμονωμένες κριτικές παρατηρήσεις, αλλά δεν συγκροτούν ουσιαστική και συγκροτημένη εναλλακτική πρόταση.