Ομιλία κατά την συζήτηση του νομοσχέδιου του Υπουργείου Εσωτερικών «Αναδιοργάνωση της δημοτικής αστυνομίας και ρυθμίσεις λοιπών θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών». (10 Δεκεμβρίου 2008)
Το νομοσχέδιο το οποίο συζητείται όντως έχει πολύ μεγάλη σημασία διότι αφορά τις δυνατότητες ή τις αδυναμίες που έχουν οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης να φέρουν σε πέρας την αποστολή που τους αναθέτει το Σύνταγμα, μία αποστολή με την οποία καλούνται να ανταποκριθούν σε υπαρκτά αιτήματα και προβλήματα των τοπικών κοινωνιών.
Επειδή, όμως, το αντικείμενο του νομοσχεδίου είναι συναφές προς τα θέματα και τα γεγονότα τα οποία εισέβαλαν στο προσκήνιο της καθημερινότητας με τρόπο δραματικό και αναπάντεχο τις τελευταίες ημέρες, άκουσα από πολλές πλευρές του Κοινοβουλίου να γίνονται συγκεκριμένες παρατηρήσεις.
Η απόλυτη ή η έμμεση συνάφεια με τα γεγονότα, με υποχρεώνει και εμένα να προχωρήσω σε αντίστοιχες παρατηρήσεις-απαντήσεις σε όσα ειπώθηκαν ιδιαιτέρως από την πλευρά του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, του ΠΑ.ΣΟ.Κ..
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, υποχρεούμεθα ως λειτουργοί του πολιτικού συστήματος να ξεκαθαρίσουμε τι έγινε και τι δεν έγινε, πού υπάρχουν ευθύνες και πού δεν υπάρχουν ευθύνες για τα δραματικά γεγονότα των τελευταίων εικοσιτετραώρων.
Οι παράμετροι των γεγονότων είναι τρεις και πρέπει να μπορέσουμε με ορθολογισμό και με νηφαλιότητα να τις διακρίνουμε και να τις διαχωρίσουμε. Μπορεί να επικαλύπτονται εν μέρει ή εν συνόλω μέσα στη σύγχυση που έχει προκληθεί, αλλά η αποστολή που μας έχει αναθέσει το Σύνταγμα της Ελληνικής Πολιτείας και πριν από όλα ο εντολεύς μας που είναι ο ελληνικός λαός, μας υποχρεώνει με καθαρό μυαλό να αντιμετωπίσουμε κατά πρόσωπο αυτά που έγιναν.
Τι έγινε; Πρώτη παράμετρος. Υπάρχει ένας φόνος, ένα δραματικό γεγονός, πόσο μάλλον που έχει θύμα ένα παιδί δεκαπέντε χρονών. Η οδύνη είναι μεγάλη και σωστά εκφράστηκε με τον πλέον έντονο και κατηγορηματικό τρόπο από τις κορυφές της ελληνικής πολιτικής και πολιτειακής πυραμίδας.
Γι’ αυτό το φόνο υπάρχει υπεύθυνος ή υπάρχουν υπεύθυνοι. Ο Πρωθυπουργός από τις πρώτες στιγμές ξεκαθάρισε με τον πλέον κατηγορηματικό και απόλυτο τρόπο ότι δεν θα υπάρξει καμιά επιείκεια και καμία χρονική καθυστέρηση προκειμένου ο υπεύθυνος ή οι υπεύθυνοι να πληρώσουν, σύμφωνα με αυτά που προβλέπονται από την ελληνική έννομη τάξη.
Η δεύτερη παράμετρος. Είναι ένα ξέσπασμα λαϊκής διαμαρτυρίας. Εδώ, πρέπει να ανοίξουμε όλοι τα αυτιά μας, αλλά και τα αυτιά και τα μάτια της ψυχής μας και να αποκωδικοποιήσουμε αυτό το μήνυμα θυμού και οργής που έστειλαν όχι μόνο προς την Κυβέρνηση, αλλά και προς ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας, κυρίως νέοι σε ηλικία πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Αυτές, όμως, οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας δεν έχουν καμία σχέση με το όργιο καταστροφών και λεηλασίας που ακολούθησε. Αυτοί οι οποίοι πρωταγωνίστησαν σ’ αυτό το όργιο λεηλασίας και καταστροφών είναι τελείως ξένοι προς τις δημοκρατικές διαδικασίες των διαδηλωτών, προς τις δημοκρατικές διαδικασίες και το φρόνημα αυτών που θέλησαν να ασκήσουν ένα νόμιμο συνταγματικό δικαίωμά τους, να διαμαρτυρηθούν, να εκδηλώσουν τη διαφωνία τους για την άλφα ή βήτα πολιτική.
Θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τα γεγονότα. Ένα είναι βέβαιο: Τώρα που σιγά-σιγά πέφτει ο πυρετός της έντασης, η Κυβέρνηση θα αποτιμήσει και αυτή με ψυχραιμία, με νηφαλιότητα και με συναίσθηση της ευθύνης που έχει και τα τυχόν λάθη, εκεί που υπήρξαν, και τις παραλείψεις εκεί που και αυτές υπήρξαν και εντοπίζονται.
Αυτό όμως το οποίο πρέπει να συζητήσουμε κάποια στιγμή και η συζήτηση πρέπει να γίνει εδώ, μέσα σ’ αυτή την Αίθουσα, είναι για το γενικότερο φόντο μέσα στο οποίο κινήθηκαν αυτά τα δραματικά γεγονότα. Γιατί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε αυτές τις μέρες ο συνάδελφος και φίλος Αντώνης Καρκαγιάννης στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», η συνάντηση του θύματος με το θύτη, αυτή η μοιραία συνάντηση που έγινε το βράδυ του Σαββάτου σε μία γωνία των Εξαρχείων, είχε δρομολογηθεί, δυστυχώς, από την αβελτηρία, την αδιαφορία και τα λάθη των λειτουργών του πολιτικού συστήματος εδώ και πολλά χρόνια.
Πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε αυτή τη συζήτηση μέσα σ’ αυτή την Αίθουσα. Να μιλήσουμε για τον καμβά της βίας, για το σκηνικό της βίας το οποίο έχουμε αφήσει όλοι όσοι ασκήσαμε την εξουσία, αλλά και αυτοί που ελέγχουν την εκάστοτε εξουσία και διαμορφώνουν διά του ελέγχου το βηματισμό της εξουσίας και επηρεάζουν το βηματισμό και τις αποφάσεις της εξουσίας, δηλαδή οι εκάστοτε συμπολιτεύσεις και αντιπολιτεύσεις. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τις ευθύνες μας.
Επιτρέψαμε να υπάρξει ένα «θερμοκήπιο» με τα άνθη του κακού και να μεγαλώνει εδώ, ελάχιστα μέτρα μακριά από το Κοινοβούλιο, από τη Βουλή των Ελλήνων.
Επιτρέψαμε να διαμορφωθεί ο καμβάς της βίας πάνω στον οποίο κεντάνε τις δικές τους βίαιες συμπεριφορές και ύποπτες επιλογές διάφοροι κύκλοι ενός ιδιότυπου περιθωρίου βίας και καταστροφής.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι υπάρχουν ευθύνες. Υπάρχουν ευθύνες σε όλους μας όσους ανεχτήκαμε μέρος των ελληνικών πανεπιστημίων και των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων να είναι αποθήκες πολεμοφοδίων, να είναι φυτώρια βίας.
Πριν από λίγες μέρες, γινόταν ημερίδα σε ελληνικό πανεπιστήμιο και εισέβαλαν οι «γνωστοί-άγνωστοι» κουκουλοφόροι και αφού τα έκαναν γυαλιά καρφιά, χτύπησαν τον καθηγητή και τον πρύτανη, οι οποίοι οδηγήθηκαν στην εντατική μονάδα κρατικού νοσοκομείου και εξεδίωξαν αυτούς οι οποίοι ήρθαν να συμμετάσχουν ή να παρακολουθήσουν την ημερίδα. Αυτό είναι το πανεπιστημιακό άσυλο; Αυτή είναι η ελευθερία διακίνησης ιδεών στα ελληνικά πανεπιστήμια;
Όλα αυτά σας τα λέει –και κλείνω, κύριε Πρόεδρε- ένας άνθρωπος που γνωρίζετε ότι έχει μεγάλο σεβασμό σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού φάσματος.
Παρακολουθώ από πολλά χρόνια με πολύ προσοχή, για παράδειγμα το κίνημα εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Έχουμε πολλά να διδαχτούμε από τις επισημάνσεις και τους αγώνες αυτού του μέρους των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Άλλο όμως αυτό και άλλο να αφήνουμε την κερκόπορτα της δημοκρατίας μας ανοιχτή σε φαινόμενα τυφλής βίας και καταστροφής που θυμίζουν Ιταλία και Ευρώπη του μεσοπολέμου.
Σας θυμίζω ότι η βία ήταν στρατηγική και τακτική επιλογή των Μελανοχιτώνων όταν ανέβαιναν τα σκαλοπάτια της εξουσίας μεταξύ Α’ και Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να αλώσουν δημοκρατίες και να οδηγήσουν τον κόσμο και βεβαίως την Ευρώπη σε μία συλλογική σφαγή.
Θα πρέπει, λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε αν είμαστε διατεθειμένοι ως πολιτικός κόσμος να εξακολουθήσουμε να δεχόμαστε το αυτόνομο κράτος των Εξαρχείων. Να το ξεκαθαρίσουμε. Είμαστε διατεθειμένοι ή θα συνεχίσουμε να κλείνουμε τα μάτια;
Βεβαίως, ακούω. Γιατί ακούω και τον αντίλογο. Βεβαίως και πρέπει να ξαναδούμε και τα θέματα εξοπλισμού και εκπαίδευσης, ελέγχου της ψυχικής κατάστασης μέσα στην Ελληνική Αστυνομία, να συζητήσουμε ξανά το θέμα χρήσεως των όπλων, οπλοφορίας ή οπλοχρησίας. Ασφαλώς! Να τα δούμε όλα.
Όμως, δεν μπορούμε να δούμε μία γωνία και να αφήσουμε απ’ έξω το όλον. Και το όλον αφορά –ξαναλέω- τις συλλογικές μας ευθύνες, γιατί έχουμε επιτρέψει εδώ και πάνω από είκοσι-είκοσι πέντε χρόνια να υπάρχει ένα αυτόνομο κέντρο μέσα στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, στο οποίο δεν ισχύουν οι νόμοι που ισχύουν σε κάθε άλλη γωνιά της ελληνικής επικράτειας, στο οποίο εκκολάπτεται η βία και το οποίο λειτουργεί σαν εκπαιδευτήριο βίαιων και καταστρεπτικών συμπεριφορών.
Τώρα σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα, άκουσα και διάβασα ότι ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης συναντήθηκε με τον Πρωθυπουργό και ζήτησε εκλογές. Δεν νομίζω ότι απ’ αυτό πάσχει σήμερα ο ελληνικός λαός. Ο ελληνικός λαός θέλει να του εξασφαλίσουμε το δημόσιο αγαθό, όπως το εγγυάται το Σύνταγμα της ελληνικής δημοκρατικής πολιτείας που λέγεται ασφάλεια.
Ο ελληνικός λαός θέλει να απαντήσουμε στα αιτήματά του για μια καλύτερη καθημερινότητα. Απαιτεί ομόνοια, ψυχραιμία, αυτοσυγκράτηση, νηφαλιότητα, συναίνεση. Αυτά προσπαθεί να τα εξασφαλίσει η Κυβέρνηση.
Η Κυβέρνηση ζητάει τη συναίνεση όλων των πλευρών του Εθνικού Κοινοβουλίου για να ανατάξουμε την κατάσταση που υπήρξε τα τελευταία εικοσιτετράωρα και να προχωρήσουμε μπροστά.
Είναι άδικο να σπεύδουν ορισμένα ξένα μέσα μαζικής επικοινωνίας -και εμένα δεν με στεναχωρεί μόνο, αλλά με εξοργίζει να δίνουν την εντύπωση μιας Ελλάδα αναρχούμενης και καιόμενης- να μας κάνουν τέτοιου είδους διδάγματα και υποδείξεις, μέσα μαζικής επικοινωνίας από χώρες που διαπρέπουν στη ρατσιστική βία κατά καιρούς, η οποία υποτροπιάζει.
Είναι όμως καιρός και για μας να καταλάβουμε τις ευθύνες μας, να ανασυγκροτηθούμε, να ανασυνταχθούμε και πριν απ’ όλα να ξεκαθαρίσουμε τι θέλουμε από την Ελληνική Αστυνομία. Πώς θέλουμε να λειτουργεί αυτός ο θεσμός; Τι θέλουμε από την ελληνική κοινωνία; Θα αποκλείσουμε ή δεν θα αποκλείσουμε τη βία απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχεται μέσα στην ελληνική κοινωνία; Θα λάβουμε μέτρα για να αποτρέψουμε τους πρωταγωνιστές της βίας από το να επαναλαμβάνουν τέτοιου είδους πρωτοβουλίες και να υποτροπιάζουν, ναι ή όχι;
ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΡΟΝΤΟΥΛΗΣ: Γιατί δεν λαμβάνετε μέτρα;
ΣΠΥΡΙΔΩΝ-ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Ποιους ρωτάτε;
ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Αφού, λοιπόν, τα ξεκαθαρίσουμε αυτά, τότε θα είμαστε έτοιμοι να λύσουμε τα πραγματικά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίσαμε τα τελευταία εικοσιτετράωρα, προβλήματα που πλήγωσαν τον ελληνικό λαό, προβλήματα που τραυμάτισαν την έννοια του δικαίου, προβλήματα που εξέθεσαν τη χώρα διεθνώς.
Ευχαριστώ πολύ.