Ομιλία κατά την συζήτηση επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών: «Κύρωση του Κρατικού Προϋπολογισμού και των Προϋπολογισμών ορισμένων ειδικών ταμείων και υπηρεσιών οικονομικού έτους 2009». (21 Δεκεμβρίου 2008)



Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σε λίγες ώρες ολοκληρώνεται σε αυτήν την Αίθουσα η συζήτηση ενός ακόμη εθνικού προϋπολογισμού σε μια διαδικασία που αποτελεί όντως μία από τις κορυφαίες του Ελληνικού Κοινοβουλίου και του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Έχω παρακολουθήσει είτε στην Αίθουσα είτε από το κλειστό κύκλωμα της τηλεόρασης της Βουλής το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης και το μεγαλύτερο μέρος των τοποθετήσεων συναδέλφων όλων των πτερύγων και σωστά έχει τονισθεί ότι πρόκειται για έναν προϋπολογισμό ευθύνης.
Εγώ θα προσέθετα ότι είναι ένας προϋπολογισμός ευθύνης και εκτάκτων αναγκών, ο οποίος έχει την ευελιξία να αναπροσαρμοστεί σύμφωνα με αυτά που έχουμε να αντιμετωπίσουμε το 2009 και αφορούν τις επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία της διεθνούς κακής οικονομικής συγκυρίας.
Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε σαν μία βασική και κρίσιμη διαπίστωση είναι ότι η Κυβέρνηση μέσα από τα κλαυδιανά δίκρανα, περνώντας μέσα από τις συμπληγάδες της διεθνούς οικονομικής κρίσης, προσπαθεί και επιτυγχάνει να συνδυάσει την ανάπτυξη με τη δημοσιονομική σταθερότητα, μια ανάπτυξη βεβαίως όχι στα επίπεδα που είχαμε προσχεδιάσει και προϋπολογίσει πριν προκύψει η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά σε επίπεδα δύο και τρεις φορές επάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Άκουσα τους εκπροσώπους της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να κανοναρχούν, να βομβαρδίζουν την Κυβέρνηση για τον προϋπολογισμό, για τα ελλείμματα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι του ΠΑ.ΣΟ.Κ., καλό είναι –εγώ αντιλαμβάνομαι και το αντιπολιτευτικό καθήκον, αυτό σημαίνει Κοινοβούλιο, αυτό σημαίνει Δημοκρατία- όμως να μη χάνετε από τα μάτια σας το γεγονός ότι αν υπερχρεώθηκε η χώρα, αυτό έγινε επί των ημερών του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Είτε το θέλετε είτε όχι, αυτό αποτελεί μια αναπόδραστη πραγματικότητα.
Προλαβαίνω το αντεπιχείρημα «μα, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. τιμωρήθηκε το Σεπτέμβριο του 2004!». Μπορεί να τιμωρήθηκε, μπορεί να βρέθηκε στα έδρανα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αλλά με τη λαϊκή ψήφο αποδοκιμάζεται η κυβερνητική πολιτική, δεν γεμίζουν τα ταμεία.
Το δημόσιο έλλειμμα, το οποίο μας έχετε αφήσει από το 2004 είναι 210 δισεκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εγώ θα αποτολμούσα απ’ αυτή τη θέση, σ’ αυτή την κρίσιμη συζήτηση, να σας πω ότι πιστεύω πως το μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου και η συντριπτική πλειονότητα των δημοσιογράφων, που προβλέπουν ότι το 2009 θα είναι έτος ισχνών αγελάδων ή και οικονομικής καταστροφής για τον τόπο μας, θα πέσει έξω!
Η χώρα για συγκεκριμένους λόγους, που δεν επιτρέπει ο χρόνος να εξηγήσουμε, εξαιτίας αυτού που ονομάζουμε ελληνική ιδιαιτερότητα –για παράδειγμα, η χώρα δεν είχε ποτέ βαριά βιομηχανία, όπως έχουν άλλες χώρες της Ευρώπης ή οι Ηνωμένες Πολιτείες ή ο Καναδάς- μπορεί εξαιτίας των αδυναμιών και των δυνατοτήτων που έχει, να περάσει με μικρά τραύματα και με ολίγες εκδορές την κρίση υπό μία προϋπόθεση, ότι δεν θα δημιουργήσουμε εμείς μία εσωτερική κρίση που θα υπονομεύσει τη θωράκιση και την άμυνα της χώρας απέναντι στα δυσμενή διεθνή δεδομένα.
Το τονίζω, διότι αυτή την περίοδο αυτό κάνουμε. Όσοι αγαπούν την Ελλάδα διεθνώς τι μας λένε; Είχα την ευκαιρία –για παράδειγμα- να βρεθώ για πολλά χρόνια στη Γαλλία, στα σπουδαστικά μου χρόνια. Επικοινωνούν μαζί μας και μα ρωτούν: Τι έπαθε η Ελλάδα; Άλλαξε η κοινωνία; Άλλαξε η χώρα σας; Άλλαξε το πολιτικό σύστημα; Δεν είστε αυτοί που οδηγήσατε και πραγματοποιήσατε τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων κατά τρόπο θαυμαστό για όλο το σύγχρονο κόσμο; Τι έχει πάθει σήμερα η Ελλάδα;
Έχουμε κλειστεί σε μία κρίση εθνικού αυτισμού. Ανακατεύουμε μία γυάλα με χρυσόψαρα στο βάθος μιας ταραγμένης θάλασσας. Έχουμε κλειστεί στο μικρόκοσμό μας και ομιλούμε περί εξεγέρσεων και περί άλλων τινών!
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αν δεν ξεφύγουμε απ’ αυτή την κατάσταση –γιατί αυτήν την περίοδο είμαστε όμηροι του ελληνικού μικρόκοσμου, όμηροι ενός ιδιότυπου ελληνικού επαρχιωτισμού του 21ου αιώνα- δεν θα μας φταίει η κρίση για τα προβλήματα που θα βρούμε μπροστά μας.
Ακούω για κοινωνικές εξεγέρσεις και κοινωνικά αιτήματα. Να ξεκαθαρίσουμε τι έγινε τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα. Υπήρξε ένας φόνος. Υπήρξε ένας φόνος πριν περίπου δέκα ημέρες και βεβαίως όλοι συμφωνούμε ότι το όργανο της τάξης, το οποίο φέρθηκε με τρόπο επίορκο και έκανε αυτό που έκανε, πρέπει να τιμωρηθεί.
Συμφωνούμε όλοι με το αυτονόητο, ότι είναι ανάγκη να ξαναδούμε θέματα οργάνωσης, λειτουργίας, εκπαίδευσης της Ελληνικής Αστυνομίας. Πρέπει να ξαναδούμε το καθεστώς οπλοφορίας, οπλοχρησίας, οπλοκατοχής. Πρέπει να ξαναδούμε το καθεστώς ελέγχου της ψυχικής υγείας και της εν γένει υπόστασης των ανδρών και γυναικών των Σωμάτων Ασφαλείας.
Σύμφωνοι! Όμως, είναι άλλο αυτό και άλλο να έχει παραδοθεί η χώρα εδώ και δέκα-δώδεκα ημέρες σε μία ανεξέλεγκτη και τυφλή βία.
Θέλω να διαχωρίσω από τα φαινόμενα αυτά της τυφλής, σκοτεινής και ανεξέλεγκτης βίας, τις εκδηλώσεις θυμού και διαμαρτυρίας, οι οποίες υπήρξαν και τις οποίες πρέπει να σκύψουμε και να αναγνώσουμε όλοι μας και κυρίως τα λεγόμενα Κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα.
Ναι, υπάρχει ένας κοινωνικός θυμός στο κοινωνικό υπόστρωμα και πρέπει να αποκωδικοποιήσουμε το μήνυμά του, γιατί μια μεγάλη μερίδα της ελληνικής νεολαίας είναι τόσο θυμωμένη με όλους μας. Αυτό πρέπει να γίνει. Όμως, είναι άλλο αυτό και άλλο η ανοχή ή το θορυβώδες ή σιωπηρό χειροκρότημα σε φαινόμενα τυφλής, ανεξέλεγκτης καταστρεπτικής βίας που εκθέτουν τη χώρα διεθνώς.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, από πού και ως πού αποτελεί κοινωνική εξέγερση το να βεβηλώνουμε την Ακρόπολη; Η Ακρόπολη δεν ανήκει σε καμία μερίδα του ελληνικού λαού και σε μια καμία συγκεκριμένη περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Αποτελεί μνημείο διαχρονικό και μνημείο διιστορικό της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας, αποτελεί κατάκτηση του παγκόσμιου πολιτισμού της ανθρωπότητας.
Από πού και ως πού, λοιπόν, νομιμοποιούμεθα σήμερα να κρεμάσουμε ένα πανό του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αύριο ένα πανό της Ο.Ν.ΝΕ.Δ., μεθαύριο ένα πανό της νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ούτω καθ’ εξής;
Αποτελεί κοινωνική εξέγερση ή κοινωνικό μήνυμα η προσπάθεια καψίματος του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας, που μας έχει εκθέσει στα ευρωπαϊκά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη; Μου τηλεφωνούν παλιοί συμφοιτητές από τη Γαλλία να μου πουν: «Μα τι πάθατε; Το Γαλλικό Ινστιτούτο, ένα καθ’ όλα προοδευτικό, πνευματικό καθίδρυμα;». Πού διδάσκονται, κυρίως, οι Ελληνόπαιδες το Βολτέρο, το Ρουσσώ, τον Ουγκώ; Σε ποιες αίθουσες έγινε η παρουσίαση του έργου του Ατουσέρ, του Φουκώ, του Μπαλζάκ; Αυτό το ίδρυμα πήγαν να κάψουν οι «προοδευτικοί» επαναστάτες;
Και κάτι ακόμα. Από πού και ως πού αποτελεί επαναστατική πράξη το κάψιμο της ελληνικής σημαίας; Από πού και ως πού αποτελεί πράξη κοινωνικής εξέγερσης και αποτελεί εκπομπή κοινωνικού μηνύματος διαμαρτυρίας το να κρεμάω σκουπίδια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, το να βεβηλώνουν την εικόνα της Παναγίας με απαράδεκτα συνθήματα; Θα έλεγα το ίδιο, αν είχαμε εισβολή σε τζαμί ή σε συναγωγή. Από πού και ως πού;
Ακούω σε αυτήν την Αίθουσα συναδέλφους από διάφορες πλευρές να λένε: «Καταδικάζουμε τη βία».
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν αρκεί το να καταδικάζουμε τη βία εντός και εκτός αυτής της Αίθουσας. Δεν αρκεί. Οι πολιτικοί δεν έχουμε μόνο ρόλο κοινοβουλευτικό και πολιτικό. Έχουμε και ρόλο παιδαγωγού στο δημόσιο βίο. Εάν, όντως, καταδικάζουμε τη βία και την απορρίπτουμε, πρέπει να ενεργούμε για να σταματήσει η βία και να μην την υποκινούμε με τις πράξεις μας και τα λόγια μας και τις πρωτοβουλίες μας, ενσυνείδητα ή ασυνείδητα.
Θα συμφωνήσουμε να καταδικάσουμε την κινητοποίηση που ετοιμάζεται την επόμενη Τρίτη; Προπαραμονή Χριστουγέννων ετοιμάζουν πορεία προς το Υπουργείο Παιδείας, λες και θα φύγει το Υπουργείο Παιδείας, λες και δε θα είναι το Υπουργείου Παιδείας στη θέση του μετά τις γιορτές, λες και δεν γνωρίζουν οι υποκινητές αυτών των κινητοποιήσεων δυο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα ότι θα εκτεθεί ακόμα περισσότερη η χώρα διεθνώς.
Κατά συνέπεια, υποκριτικά το να λέμε «Καταδικάζουμε τη βία» δεν αρκεί. Πρέπει να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας απέναντι στον ελληνικό λαό, απέναντι στο παρόν και το μέλλον του τόπου. Η Ελλάδα δεν ανήκει ούτε στη Νέα Δημοκρατία, ούτε στην Αριστερά, ούτε στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., ούτε σε κανένα Κόμμα ξεχωριστά. Ανήκει σε όλους μας. Δεν μπορεί να φαινόμαστε υποδεέστεροι των ιστορικών περιστάσεων και της συγκυρίας και να παριστάνουμε τους λωτοφάγους, όταν βλέπουμε τα διεθνή Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας να εκθέτουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τη χώρα, παρουσιάζοντας την Ελλάδα ως μια χώρα αναρχούμενη.
Για ποιο Προϋπολογισμό να συζητήσουμε και ποια κριτική να κάνετε στον Προϋπολογισμό αυτό; Επί ποίου πεδίου θα εφαρμοστεί ο Προϋπολογισμός; Στην καμένη χώρα, στο καμένο κέντρο των Αθηνών, με χιλιάδες εμπόρους, επιτηδευματίες, μικρομεσαίους Έλληνες και Ελληνίδες εργαζομένους σε κατάσταση απελπισίας;
Αυτό επιχειρούμε να πούμε; Με αυτό θα πείσουμε τον κόσμο, ότι νομοθετούμε μέσα σε δοκιμαστικό σωλήνα και ότι ασχολούμεθα με τις δικές μας κρίσεις, κομματικές και διακομματικές, κρίσεις εν ποτηρίω, τη στιγμή που ο Έλληνας αισθάνεται απελπισμένος;
Οι καιροί είναι πάρα πολύ κρίσιμοι και κλείνω με αυτό, πρέπει να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας, ευθύνες πολιτικές, ευθύνες κομματικές, ευθύνες προσωπικές, να κοιταχτούμε στον καθρέφτη του παρόντος και του μέλλοντος, να διαλεχθούμε με τον ιστορικό, με τον ιστορικό χρόνο, να βγούμε πάνω και πέρα από τις ματαιότητες και τις μικρές κομματικές σκοπιμότητες του σήμερα. Δεν πάει άλλο. Με την εκκίνηση του καινούργιου χρόνου, πρέπει να κάνουμε ένα ποιοτικό άλμα όλοι μας, να ξεκαθαρίσουμε τη σχέση μας με τη βία και να πάρουμε πρωτοβουλίες, για να σταματήσει η βία στην Ελλάδα εδώ και τώρα.
Αλλιώς, επωάζουμε και εκκολάπτουμε το αυγό του φιδιού, ένα αυγό του φιδιού που θυμίζει Μεσοπόλεμο, διότι οπαδοί και εραστές της τυφλής βίας, της αποικοδόμησης και της κατεδάφισης δεν ήταν οι προοδευτικοί αγώνες στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου. Ήταν οι μελανοχίτωνες, οι οποίοι οδήγησαν την Ευρώπη εκεί που γνωρίζετε.
Με αυτές τις σκέψεις σας ζητώ να στηρίξουμε τον Προϋπολογισμό -είναι Προϋπολογισμός ευθύνης και εθνικής ανάγκης- και ταυτόχρονα, μετρώντας τις τελευταίες μέρες αυτού του δύσκολου χρόνου, να αναλάβουμε ο καθένας και η καθεμιά τις προσωπικές, πολιτικές και κομματικές μας ευθύνες.
Ευχαριστώ πολύ.