Ομιλία κατά την συζήτηση επί της αρχής, των άρθρων Σ/Ν του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής: «Κύρωση της Σύμβασης παραχώρησης των λιμενικών εγκαταστάσεων των προβλητών II και III του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων της ανώνυμης εταιρείας «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.» (ΟΛΠ Α.Ε.) και ρύθμιση συναφών θεμάτων». (3 Μαρτίου 2009)



Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είμαι από εκείνους που θεωρούν ότι πρέπει ο Βουλευτής ο οποίος προέρχεται από την εκάστοτε κυβερνώσα παράταξη, να ανεβαίνει στο Βήμα έτοιμος να αναπέμψει ύμνους προς κάθε νομοθετική πρωτοβουλία της εκάστοτε Κυβερνήσεως και να χειροκροτήσει εκ προοιμίου και χωρίς να τεκμηριώσει τη θέση του αυτή, οποιαδήποτε σχετική ρύθμιση προτείνεται από την εκάστοτε κοινοβουλευτική, κυβερνώσα πλειοψηφία.
Ως τόσο θα επικαλεστώ τον ορθολογισμό. Και επιτρέψτε μου να πω το ειλικρινές ενδιαφέρον για την πατρίδα και το δημόσιο συμφέρον, που θεωρώ ότι διαθέτετε όλοι σ’ αυτή την Αίθουσα, ανεξάρτητα με το αν ανήκετε στην πλειοψηφία του Κοινοβουλίου ή στη μείζονα ή ελάσσονα αντιπολίτευση.
Ο ορθολογισμός, λοιπόν, αυτός, η απλή ανάγνωση της Σύμβασης, η γνώση των συσχετισμών και των διαδικασιών μέσω των οποίων οδηγηθήκαμε στο να έρθει αυτή η Σύμβαση στη Βουλή και η γνώση της γενικότερης δυσμενούς διεθνούς οικονομικής συγκυρίας, νομίζω ότι οδηγούν τον κάθε καλόπιστο αναγνώστη αυτού του κειμένου στο να υπογραμμίσει το αυτονόητο. Ποιο είναι το αυτονόητο; Ότι είναι μια Σύμβαση στρατηγικής σημασίας, που αποτελεί επιτυχία για την Ελλάδα, κατοχυρώνει το εθνικό συμφέρον, θωρακίζει το δημόσιο συμφέρον και πραγματικά ανοίγει αναπτυξιακές προοπτικές για το εγγύτερο και απώτερο μέλλον.
Έγινε επίκληση πριν από τον κ. Παπουτσή των νέων δεδομένων που δημιουργούνται από τη διεθνή οικονομική κρίση. Μα, νομίζω ότι ακόμη κι αν λάβει κανείς υπόψη τα δεδομένα αυτά αποδεικνύεται ότι η Σύμβαση είναι έτη περαιτέρω επωφελής.
Όπως ξέρετε η διαπραγμάτευση για τη σύμβαση ξεκίνησε και δρομολογήθηκε πολύ καιρό πριν προκύψουν τα τελευταία δεδομένα και ζητούμενα της τελευταίας οικονομικής κρίσης. Η Σύμβαση, όπως ξέρετε, περιλαμβάνει σημαντικότατες επενδύσεις του αντισυμβαλλομένου, δηλαδή της κρατικής κινεζικής εταιρείας COSCO, τις οποίες επενδύσεις αδυνατεί το ελληνικό κράτος να τις κάνει. Αυτή είναι η αλήθεια.
Εάν, λοιπόν, σκεφτούμε –γι αυτό μιλάμε για σύμβαση στρατηγικής σημασίας- ότι η Ελλάδα είναι αρχιπελαγική χώρα, εάν σκεφτούμε ότι από καταβολής έθνους των Ελλήνων, από καταβολής της συγκρότησης του γένους των Ελλήνων, η θάλασσα αποτελούσε τον πνεύμονα που οξυγόνωνε το εθνικό συμφέρον της Ελλάδος, αποτελούσε τα μάτια της, την προοπτική της Ελλάδος προς το μέλλον από ιστορική περίοδο σε ιστορική περίοδο, νομίζω ότι θα καταλήξουμε πως είμαστε εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι αν θέλουμε να ασκούμε κατά τρόπο σωστό τη διακυβέρνηση σ’ αυτόν τον τόπο, να κατοχυρώσουμε θεσμικά αυτή την αναπτυξιακή προοπτική των λιμένων της χώρας με πρώτο το κορυφαίο λιμάνι, το λιμάνι του Πειραιά.
Η Ελλάδα δυστυχώς δεν είναι πρώτη σήμερα σε πολλούς τομείς.
Η Ελλάδα έχασε και την τρίτη και την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Aς μην μπούμε σε αυτή τη συζήτηση, παρόλο που θα είχε πολύ ενδιαφέρον κάποια στιγμή να την κάνουμε και σε αυτή την Αίθουσα. Αν διεκδικούμε κάπου και επιτυγχάνουμε να προσεγγίσουμε πρωτιές, εάν διεκδικούμε κάπου και επιτυγχάνουμε να έχουμε πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι σε τομείς καίριας στρατηγικής σημασίας για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας, όπως η ναυτιλία και ο τουρισμός.
Ναυτιλία, λοιπόν, και ιδιαίτερα διαμετακομιστικό εμπόριο, χωρίς την αξιοποίηση των κορυφαίων λιμανιών της χώρας, νομίζω ότι αποδεικνύεται υπόσχεση χωρίς αντίκρισμα σε ό,τι αφορά ακριβώς τη διαδικασία ανάπτυξης. Γνωρίζετε ότι δεν είμαστε μόνοι στην περιοχή της Μεσογείου. Υπάρχουν ανταγωνιστικά λιμάνια, από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Ιταλία και τη Μέση Ανατολή, μιλάω για τη Βηρυτό, τη Μάλτα, τα Κυπριακά λιμάνια, την Ισπανία, την Ιταλία, τα οποία έχουν προχωρήσει πολύ πριν από εμάς σε άνοιγμα μέσω διαδικασιών που ψηφίστηκαν από τα αντίστοιχα Κοινοβούλια προς λιμενικούς διαχειριστές, οι οποίοι επενδύουν, οργανώνουν, παρακολουθούν τα νέα δεδομένα και ζητούμενα της διεθνούς τεχνολογίας στο συγκεκριμένο τομέα του διεθνούς εμπορίου και προσανατολίζονται για να δώσουν θετικές απαντήσεις στις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος. Αυτό κάνει η Ελλάδα. Γιατί θέλουμε η Ελλάδα να μείνει πίσω; Έγιναν διαπραγματεύσεις, συνήφθη μία σύμβαση μέσα από πλήρως διαφανείς διαδικασίες και η Ελλάδα προχωρεί σήμερα, θέλω να πιστεύω, με την ψήφο της πλειοψηφίας του Εθνικού Κοινοβουλίου στην κύρωση αυτής της σύμβασης, μίας σύμβασης υψίστης στρατηγικής συμμαχίας, που εμπεριέχει βεβαίως και τη σκοπιμότητα της οικονομικής λογικής. Αλλά η οικονομική λογική, κύριε Παπουτσή, δεν είναι η πεμπτουσία της κυβερνητικής επιλογής. Η πεμπτουσία της κυβερνητικής επιλογής είναι ακριβώς το στρατηγικό περιεχόμενο, ο στρατηγικός χαρακτήρας -λέω ότι είναι κάτι πιο πάνω από την οικονομία- αυτής της σύμβασης, αυτής της συμμαχίας, αυτής της συμφωνίας.
Θα παρακολουθήσατε αυτές τις ημέρες στην επικαιρότητα ότι η Γερμανική Κυβέρνηση ήλθε σε συμφωνία με κορυφαίους κρατικούς επιχειρηματικούς ομίλους της Κίνας, για να μπορέσει να καλύψει την αδυναμία απορρόφησης, τη μείωση της ζήτησης στην Ευρώπη που αφορά τα γερμανικά προϊόντα και να μπορέσει να προωθήσει γερμανικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων και προϊόντων της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας που πλήττεται και κινδυνεύει με συρρίκνωση, στην απέναντι κινεζική χώρα.
Η Ελλάδα, λοιπόν, ξεκινάει αυτή τη διαδικασία. Η Ελλάδα καθίσταται κορυφαία πύλη επιλογής των Κινέζων για την αναβάθμιση των οικονομικών τους και των εμπορικών τους σχέσεων με την ευρωπαϊκή ήπειρο. Και αυτό επιτυγχάνεται και μέσω αυτής της σύμβασης.
Ειπώθηκε, όπως είπα και πριν, ότι επειδή υπάρχει οικονομική κρίση, πρέπει να πούμε «όχι». Ίσα-ίσα, τώρα δεν πρέπει να πούμε «όχι», γιατί χρειαζόμαστε και τις χίλιες παραπάνω θέσεις εργασίας, οι οποίες θα δημιουργηθούν, χρειαζόμαστε και την τόνωση στις υπόλοιπες παραγωγικές δραστηριότητες, που είναι συναφείς και συνακόλουθες με τις δραστηριότητες που θα αναπτυχθούν με την αναβάθμιση του ΣΕΜΠΟ, όπως είναι οι δραστηριότητες της ναυπηγικής επισκευαστικής ζώνης κ.ο.κ
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αντιλαμβάνομαι τη σημασία της κριτικής -στο κάτω-κάτω αυτός είναι ο ρόλος και της μείζονος και της ελάσσονος αντιπολίτευσης σε αυτή την Αίθουσα- αλλά εδώ πρέπει να παραδεχθείτε ότι είναι από τις περιπτώσεις που η Κυβέρνηση κάνει τη δουλειά της κατά τον καλύτερο τρόπο. Έχει δημιουργηθεί μία σύμβαση, όπως είπα, μέσα σε διαδικασίες πλήρους διαφάνειας, η οποία σε πολύ δύσκολους καιρούς εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο τρόπο το δημόσιο και ευρύτερα το εθνικό συμφέρον. Η πολιτική ηγεσία –και θα το ξαναπώ ξεκάθαρα- του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας κάνει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δουλειά της. Θέλω επίσης να επισημάνω τη συμβολή και άλλων υπηρεσιακών και πολιτικών παραγόντων του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας -πέρα του Υπουργού και του Υφυπουργού και των δύο Υπουργών- και συγχαρητήρια στον κ. Παπαληγούρα. Συνήθως στην πολιτική δεν περισσεύει η μεγαθυμία, κύριε Παπαληγούρα.
Χαίρομαι, γιατί αναφερθήκατε και στους δύο Υπουργούς που προηγήθηκαν, γιατί και αυτοί έχουν σημαντική συμβολή. Και σας αξίζουν συγχαρητήρια! Όπως επίσης αξίζουν συγχαρητήρια στους γενικούς γραμματείς του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, που έχουν δουλέψει εδώ και πολλά χρόνια γι’ αυτήν την υπόθεση και στους επικεφαλής του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, στους κυρίους Αναστασόπουλο και Μπεχράκη, που με πολύ φιλότιμο, με πολύ πείσμα, με πολύ προσωπικό αγώνα έχουν προσπαθήσει ιδιαίτερα για να φθάσουμε σε αυτό το σημείο.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν θα σας κουράσω περισσότερο. Άκουσα ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις από τον κ. Παπουτσή. Νομίζω ότι ορισμένα πράγματα μπορεί να βελτιωθούν μέχρι το τέλος, αφορούν όμως επιμέρους θέματα. Δεν μπορούμε για επιμέρους ενστάσεις να ανατρέψουμε την ουσία και τη φιλοσοφία του νομοσχεδίου. Όπως σας είπα, υπηρετεί το δημόσιο και το εθνικό συμφέρον με απόλυτη διαφάνεια ανοίγει λεωφόρους προς το μέλλον, δίνει διέξοδο, κατοχυρώνει θέματα που αφορούν το δικαίωμα της εργασίας και την επέκτασή του σε συμπολίτες μας από την περιοχή του Πειραιά που το έχουν ανάγκη.
Κάτω από τις παρούσες συνθήκες και ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στις συμπληγάδες της διεθνούς οικονομικής κρίσης δεν έχουμε το δικαίωμα ως Εθνική Αντιπροσωπεία απέναντι στον ελληνικό λαό να πούμε «όχι» απέναντι σε αυτήν τη σύμβαση. Από εκεί και πέρα, όπως σας είπα, μπορεί να υπάρχουν επιμέρους ρυθμίσεις -και είναι συζητήσιμες και θα τα πούμε στην κατ’ άρθρον συζήτηση- που μπορεί και κάποια διόρθωση να χρειάζονται και κάποια βελτίωση ή κάποια προσθήκη. Αλλά επαναλαμβάνω ότι είναι αδιανόητο να φύγουμε από αυτήν την Αίθουσα έχοντας υπερψηφίσει αυτή τη σύμβαση, την κύρωσή της, μόνο οι Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας.
Στο κάτω-κάτω ήλθε η ώρα να στείλουμε ένα μήνυμα και πέραν των ορίων της ελληνικής επικράτειας, ότι αυτή τη συνεργασία με την Κίνα τη θέλουμε και θέλουμε να προχωρήσει γρήγορα και σε άλλους τομείς.
Με αυτές τις σκέψεις καλώ και πέραν της Νέας Δημοκρατίας και τα άλλα κόμματα της μείζονος και της ελάσσονος αντιπολίτευσης να υπερψηφίσουν και να κυρώσουν αυτήν την τόσο σημαντική από εθνικής πλευράς σύμβαση.