ομιλία κατά την συζήτηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 του Συντάγματος, της πρότασης του Προέδρου της Βουλής «Για την τροποποίηση των διατάξεων του Κανονισμού της Βουλής (27 Απριλίου 2009)



Επειδή είναι η πρώτη μου ομιλία στη Βουλή μετά τις διακοπές του Πάσχα, ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω με τις ευχές μου: «Χρόνια πολλά, Χριστός Ανέστη». Εύχομαι η Ανάσταση του Κυρίου να μας δώσει την απαραίτητη φώτιση που χρειαζόμαστε όλοι για να είμαστε χρήσιμοι στην αποστολή που μας έχει αναθέσει ο ελληνικός λαός.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η συζήτηση αυτή διεξάγεται σε μία μέρα που, δυστυχώς, δεν επιτρέπει –επειδή προερχόμαστε όλοι από τις διακοπές του Πάσχα- στη μεγάλη πλειοψηφία των συναδέλφων να είναι παρόντες και να συμμετάσχουν. Και αυτό δεν είναι καλό, γιατί η αλήθεια είναι ότι το σύνολο των συναδέλφων –και το πιστεύω αυτό- έχει άποψη για τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται οι εργασίες της Βουλής, για τους ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες που παρακολουθούν αυτές τις εργασίες.

Με αφορμή, λοιπόν, τις προτεινόμενες αλλαγές στον Κανονισμό της Βουλής, σήμερα επιχειρούμε να προσεγγίσουμε θέματα κεφαλαιώδους σημασίας που αφορούν τη συνολική λειτουργία, ποσοτικά και ποιοτικά, του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι παρά τη δημοσκόπηση που μας παρουσίασε πριν από λίγο ο Πρόεδρος της Βουλής –κύριε Πρόεδρε, αναφέρομαι στη δημοσκόπηση για την οποία κάνατε λόγο πριν από λίγο και η οποία, αν δεν απατώμαι, είναι της εταιρείας «ΚΑΠΑ RESEARCH» και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ»- η κρίση πολιτικής και ηθικής νομιμοποίησης που παρακολουθεί το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, είναι μία κρίση που πλήττει και τον κοινοβουλευτισμό.

Βλέπω μία αναταραχή στην Αίθουσα. Αν χρειαστεί να διακόψω, να μου το πείτε, σεβαστέ μου κύριε Σούρλα. Αν υπάρχει κάποιο θέμα που πρέπει να το διευθετήσουμε, να το διευθετήσουμε. Όμως, η κινητικότητα στην Αίθουσα μου αφαιρεί τη δυνατότητα να είμαι χρήσιμος και συγκεντρωμένος στα όσα φτωχά και ταπεινά έχω να σας πω από αυτό το Βήμα.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Έλσα Παπαδημητρίου): Κύριοι συνάδελφοι, σας παρακαλώ! Έχει δίκιο ο κ. Παναγιωτόπουλος.

ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε, για την παρέμβασή σας.

Έρχομαι, λοιπόν, στην ουσία του θέματος και λέω ότι μπορεί μεν σε κάποιες δημοσκοπήσεις να εμφανίζεται το Κοινοβούλιο πιο αναβαθμισμένο στη συνείδηση και την προσοχή της κοινής γνώμης σε σχέση με άλλους θεσμούς που είναι εξίσου σημαντικοί για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, όπως ο θεσμός των πολιτικών κομμάτων, αλλά, αγαπητέ και σεβαστέ μου κύριε Πρόεδρε, κύριε Σιούφα, μην αυταπατόμεθα. Η κρίση ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης που παρακολουθεί και πλήττει το πολιτικό μας σύστημα, πλήττει εξίσου και τα κόμματα και το Κοινοβούλιο. Μάλιστα, θα έλεγα ότι συμβαίνει κάτι, που εκ πρώτης όψεως συνιστά αντίφαση.

Ενώ το πολίτευμα τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα γίνεται όλο και πιο πρωθυπουργοκεντρικό, ενώ οδηγούνται σε απίσχναση και αποδυνάμωση οι εξουσίες και οι αρμοδιότητες των κοινοβουλευτικών ανδρών –αυτή είναι η αλήθεια, ο Βουλευτής χάνει σε δύναμη, χάνει σε εξουσία απέναντι και στο πιο χαμηλά ιστάμενο πρόσωπο και όργανο της εκτελεστικής εξουσίας- η κρίση νομιμοποίησης λειτουργεί ακριβώς αντίστροφα. Δηλαδή, αν πάτε και ρωτήσετε τον πολίτη, δεν θα σου πει για το δήμαρχο. Και κάποια στιγμή πρέπει να μιλήσουμε και για τις αδυναμίες της μεταφοράς εξουσιών από την κεντρική εξουσία στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Έχω την αίσθηση ότι σε κάποιους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης εάν εγκατασταθούν εισαγγελείς νέοι σε ηλικία, θα έχουν βγει στη συνταξιοδότηση και δεν θα έχουν περατώσει το διωκτικό τους έργο. Κλείνει η παρένθεση, για να μη μιλάμε μόνο για την κεντρική πολιτική σκηνή.

Ενώ, λοιπόν, αποδυναμώνονται οι εξουσίες του Βουλευτή, την ίδια στιγμή η ηθική και πολιτική νομιμοποίηση τον πλήττει όλο και περισσότερο.

Έχουμε, δηλαδή, ένα πολίτευμα που σταδιακά μεταφέρονται εξουσίες εκτός Κοινοβουλίου, κάτι που φαίνεται και στις καθημερινές εικόνες. Βλέπουμε δημάρχους, νομάρχες, διορισμένους διοικητές, υποδιοικητές, προέδρους, αντιπροέδρους να αφήνουν να στοιχίζονται στον προθάλαμό τους Βουλευτές για ώρες ολόκληρες. Τους βλέπουμε στο πρωτόκολλο των δημοσίων εκδηλώσεων να προηγούνται και είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολήσει όχι για το γόητρο του Βουλευτή -το γόητρο μάς το δίνει η εντολή των συμπολιτών μας, μας το δίνουν τα ένσημα που έχουμε κολλήσει στον ελεύθερο κοινωνικό και επαγγελματικό βίο- αλλά για την υπεράσπιση του θεσμού του Κοινοβουλίου.

Την ίδια στιγμή, λοιπόν, βλέπουμε ο Βουλευτής να μπαίνει όλο και περισσότερο στην κρίση ηθική και πολιτικής νομιμοποίησης στη συνείδηση του Έλληνα πολίτη. Και αυτό πρέπει να μας προβληματίσει.

Επίσης, πρέπει να μας προβληματίσει και το γεγονός ότι ένας Βουλευτής εμφανίζεται να έχει όλο και μικρότερες αρμοδιότητες στην πράξη, όλο και μικρότερες εξουσίες, παρ’ όλο που αυτός είναι ο έχων ως εντολέα τον ελληνικό λαό, είναι ο εντολοδόχος του ελληνικού λαού, από κάθε λογής «παρατρεχάμενους» και «παρακοιμώμενους» των Υπουργών και των εκάστοτε πρωθυπουργών. Και ξέρουμε τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Και δεν μιλάω για τους ίδιους τους Πρωθυπουργούς και τους Υπουργούς, διότι είναι πρόσωπα που κατά κανόνα προέρχονται από τον κοινοβουλευτικό βίο. Και έχουν ευαισθησία οι εκάστοτε Πρωθυπουργοί, Υπουργοί και Υφυπουργοί κατά κανόνα, γιατί υπάρχουν και εξαιρέσεις στην κοινοβουλευτική διαδικασία και στους λειτουργούς τους. Μιλάω για ένα πολίτευμα στο οποίο μεταφέρονται εξουσίες στον προθάλαμο και στους κάθε λογής «παρακοιμώμενους» των ισχυρών προσώπων της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας.

Γι’ αυτό επισημαίνω και επιμένω ότι και σε θέματα πρωτοκόλλου πρέπει να αναβαθμίσουμε το Βουλευτή όχι για να υπερασπίσουμε τον «x» ή τον δείνα που είναι μέλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου, αλλά για να υπερασπίσουμε το θεσμό. Διότι όταν ο πολίτης στην τελευταία δημόσια εκδήλωση της επικράτειας βλέπει τη διαχείριση των συμβόλων –γιατί δημοκρατία είναι και διαχείριση των συμβόλων- να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καταρρακώνεται ο θεσμός του Βουλευτή, αντιλαμβάνεστε ότι βγάζει τα δικά του μειωτικά για το Κοινοβούλιο και τον κοινοβουλευτισμό συμπεράσματα.

Όμως, μην αυταπατώμεθα. Η πορεία ενίσχυσης του θεσμού του Κοινοβουλίου είναι μία προσπάθεια που δεν απαιτεί μόνο τον πρωταγωνιστικό ρόλο των εκάστοτε Προέδρων.

Εδώ πρέπει να πούμε ότι η Βουλή ευτύχησε αυτήν την περίοδο να έχει έναν Πρόεδρο βαθύτατα κοινοβουλευτικό ο οποίος εθήτευσε για πολλά χρόνια –μιλάω για το Δημήτρη το Σιούφα- στα έδρανα του Εθνικού Κοινοβουλίου. Υπήρξε για πολλά χρόνια στην κρίσιμη περίοδο ανόδου της Νέας Δημοκρατίας προς την εξουσία και προς την κατάκτηση της εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, όπου μας έδωσε σημαντικά μαθήματα κοινοβουλευτικής πυγμής, ρώμης κοινοβουλευτικού λόγου, αλλά και κοινοβουλευτικού ήθους.

Οι εμπειρίες του, λοιπόν, είναι πολλές και ουσιαστικές και τραυματικές εκεί που χρειάζεται και τις μετουσιώνει τώρα σε πολύτιμες παρεμβάσεις για αλλαγές στον Κανονισμό του Εθνικού Κοινοβουλίου, που μας οδηγούν σε μία καλύτερη πορεία.

            Θα ήταν, όμως, ανιστόρητο για μένα και απαράδεκτο, εάν δεν απέδιδα τα οφειλόμενα εύσημα και σε άλλους Προέδρους που προηγήθηκαν.

            Επιτρέψτε μου να πω και να αναφέρω πρώτο τον αείμνηστο Αθανάσιο Τσαλδάρη, όπου λειτούργησε ως ο «πατέρας» -και λόγω της ηλικίας του τότε- όλων των Βουλευτών του ελληνικού Κοινοβουλίου, όπου κατάλαβε τον Έλληνα και την Ελληνίδα Βουλευτή, όπου κατανόησε το πρόβλημα του να μετεωρείται ο Βουλευτής μεταξύ προβλημάτων, πιέσεων, συμφερόντων, καταστάσεων και προσπάθησε αποτελεσματικά να βοηθήσει και το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό.

            Στην ίδια διαδρομή και στην ίδια τροχιά, την οποία έθεσε σε κίνηση ο Αθανάσιος Τσαλδάρης, κινήθηκαν και ο Απόστολος Κακλαμάνης –του οφείλονται εύσημα- η Άννα Ψαρούδα–Μπενάκη –της οφείλονται πολλά εύσημα- και τώρα ο Δημήτρης Σιούφας.

Όμως, αγαπητέ Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είναι μόνο στα χέρια σας η τύχη του κοινοβουλευτισμού. Η τύχη του κοινοβουλευτισμού είναι στα χέρια των εκάστοτε Πρωθυπουργών, που είναι τα κεντρικά πρόσωπα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Είναι στα χέρια των ομάδων καθοδήγησης, των ισχυρών ομάδων που τους περιβάλλουν. Είναι στα χέρια των Αρχηγών των πολιτικών Κομμάτων, που ο τρόπος που εφαρμόζεται στην πράξη η λειτουργία του πολιτικού συστήματος τους προσδίδει ιδιαίτερα μεγάλες –αποφασιστικές, θα έλεγα- εξουσίες.

Η Νέα Δημοκρατία άνοιξε την υπόθεση αυτή, με την πρότασή της για Αναθεώρηση του Συντάγματος, σε πολλά σημεία τολμηρή, σε πολλά σημεία άτολμη. Έπρεπε να συζητηθεί. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν έστερξε. Γι’ αυτό δεν προχωρήσαμε. Κάποια στιγμή, όμως, σε μια τέτοια διαδικασία –δεν ξέρω πότε θα ανοίξει πάλι- σε επτά, σε οκτώ, σε δέκα χρόνια, αν θέλει ο Θεός να είμαστε εμείς σε αυτήν την Αίθουσα με αυτόν τον κρίσιμο ρόλο, σε αυτό το χρονικό διάστημα, στο νέο ορόσημο, θα πρέπει να τολμήσουμε να κάνουμε πράγματα πιο σημαντικά, πράγματα που να ανταποκρίνονται στην κρίση ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης που πλήττει σήμερα το Κοινοβούλιο και τον Βουλευτή.

Δυο-τρεις σκέψεις ακόμη. Προτείνονται χρήσιμες αλλαγές. Φαίνονται εργαλειακές. Διαφωνώ. Είναι αλλαγές ουσίας. Ένα Κοινοβούλιο ισχυρό, ηθικά και πολιτικά, διαθέτον νομιμοποιητική βάση ευρεία, πρέπει να είναι ένα Κοινοβούλιο που λειτουργεί καλά και λειτουργεί με τρόπο που να φαίνεται αποτελεσματικό και προς τα μέσα και προς τα έξω, που να αντιλαμβάνεται ο μέσος πολίτης ότι λειτουργεί αποτελεσματικά, όχι ως μία συντεχνία πολιτικών, αλλά ως ένας χώρος όπου ο μέσος πολίτης εκπροσωπείται αυθεντικά και γνήσια από εντολοδόχους του που τιμούν την αποστολή που τους έχει αναθέσει.

Υπάρχουν δυο-τρία θέματα ακόμη, τα οποία νομίζω ότι απαντώνται από τις αλλαγές στον Κανονισμό, αλλά πρέπει και εμείς να τα δούμε συνολικότερα.

Το θέμα του καναλιού της Βουλής είναι ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο. Δεν διαφωνώ με την προσπάθεια που καταβάλλεται από το κανάλι της Βουλής, για να λειτουργήσει και σαν πολιτιστικό κανάλι. Δεν μπορούν να παίξουν αυτό το ρόλο τα ιδιωτικά κανάλια και το βλέπετε. Γιατί; Γιατί και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης δεν κάνει σωστά τη δουλειά του. Αυτή είναι η αλήθεια.

Δεν με ενοχλεί, λοιπόν, καθόλου –ίσα-ίσα με ικανοποιεί- να βλέπω αφιερώματα στο έργο του Φριντς Λανγκ, που δεν θα τα δω ποτέ από κανένα ιδιωτικό κανάλι, να βλέπω αφιερώματα σε ντοκιμαντέρ του Ροβήρου Μανθούλη, να βλέπω περιηγήσεις στους ελληνικούς αρχαιολογικούς χώρους, αλλά θα ήθελα περισσότερο να επιμείνει το κανάλι της Βουλής στην πολιτική ιστορία του τόπου, που έχουμε φθάσει να μη διδάσκεται από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και στην ιστορία του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα. Αυτό είναι κάτι πολύ χρήσιμο και μπορεί να αποτελέσει μια σταθερή πυξίδα και μια σταθερή διαδρομή για το κανάλι της Βουλής. Το ίδιο σε μια άλλη φάση, τηρουμένης της διαφορετικότητας του μηντιακού λόγου και για το ραδιόφωνο.

Κλείνω, κύριε Πρόεδρε, και ευχαριστώ για την ανοχή σας. Κάποια στιγμή, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα πρέπει να μιλήσουμε σε αυτήν την Αίθουσα με θάρρος και για τις περιβόητες Ανεξάρτητες Αρχές. Η μόδα των Ανεξαρτήτων Αρχών σάρωσε το Κοινοβούλιο τα προηγούμενα χρόνια από τη μια άκρη μέχρι την άλλη και αποτελεί την πιο κυνική ομολογία όλων μας, όλων των μελών του Εθνικού Κοινοβουλίου ότι δεν έχουμε την ηθική νομιμοποίηση να διαχειριστούμε εμείς, με τη διαφάνεια και την καθαρότητα που επιβάλει ο ελληνικός λαός και το δημοκρατικό πολίτευμα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα. Δεν καταλαβαίνω γιατί, για παράδειγμα, το θέμα των ρυθμίσεων στη Ραδιοτηλεόραση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου στην Ελλάδα να το έχουν εκχωρήσει σε ορισμένους τεχνοκράτες, που γνωρίζουμε τι περίεργα παιχνίδια έχουν παίξει κατά καιρούς. Ακούω ψιθύρους. Συνολικά και τρανταχτά στοιχεία δεν έχω, αλλά αυτοί οι ψίθυροι είναι πολύ ισχυροί, για να είναι ανυπόστατοι και για να διαρκούν μια ολόκληρη δεκαετία και δεκαπενταετία.

Κάποια στιγμή, λοιπόν, ο πολιτικός κόσμος πρέπει να αναλάβει τις δικές του ευθύνες και να μην εκχωρεί το δικαίωμα της καθαρότητος και της διαφάνειας σε δήθεν ουδέτερους τεχνοκράτες, οι οποίοι στην πράξη βλέπομε ότι γέρνουν μία από τη μία μια από την άλλη πλευρά.

Όμως, επισημαίνω ότι ήρθε ο καιρός να μιλήσουμε για τις Ανεξάρτητες Αρχές με θάρρος και παρρησία και σε αυτήν την Αίθουσα και να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, σπάζοντας τους φραγμούς της πολιτικής ορθότητας, στο όνομα μιας κάποιας ιδιαίτερης πολιτικής μόδας, που μας οδήγησαν σε υπερβολές, οι οποίες στην πράξη δεν προχωρούν.

Εντός των ημερών –σας ενημερώνω- καταθέτω συνολική ερώτηση στην Κυβέρνηση για τα θέματα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία, κατά τη γνώμη μου, λειτουργεί με τρόπο ελλειπτικό κατά την καλύτερη εκδοχή, διότι στις συνηθισμένες περιπτώσεις δεν λειτουργεί, όπως θα έπρεπε, για να εξυγιάνει την αγορά και να επιβάλει τους κανόνες του ορθού και ελεύθερου ανταγωνισμού.

Με αυτή τη λογική. δηλώνω ότι στηρίζω την πρόταση του Προέδρου της Βουλής για τις αλλαγές στον Κανονισμό, γιατί θεωρώ πως είναι προς τη σωστή κατεύθυνση ενίσχυσης του σωστό τρόπου λειτουργίας του Κοινοβουλίου, προς τη σωστή κατεύθυνση της αναβάθμισης του Κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα.

Ευχαριστώ πολύ.