Ομιλία κατά την συζήτηση επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του Σ/Ν του Υπ. Εσωτερικών: «Διοίκηση και Διαχείριση των Βακουφίων της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Δυτική Θράκη και των περιουσιών τους»(6 Φεβρουαρίου 2008).
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όπως ξεκαθαρίσαμε από την αρχή, το συζητούμενο νομοσχέδιο αφορά μία εξ’ ολοκλήρου εσωτερική υπόθεση της Ελλάδας. Και θέλω για μία ακόμη φορά -το έκανα μιλώντας ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας για το θέμα της ενστάσεως περί αντισυνταγματικότητας- να επαναλάβω και να εκφράσω την κατάπληξή μου και τη δυσφορία μου, διότι από ορισμένους, ελάχιστους, συναδέλφους ακούστηκαν ορισμένες απαράδεκτες εκφράσεις περί «συναλλαγής» της ελληνικής Κυβερνήσεως και περί «συμψηφισμού» θεμάτων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Η Τουρκία, με βάση το Διεθνές Δίκαιο, με βάση τις διμερείς συνθήκες, δεν έχει και δεν δικαιούται να έχει καμία άποψη και καμία ανάμειξη σε θέματα που αφορούν Έλληνες πολίτες. Και το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αφορά ζητήματα Ελλήνων πολιτών μουσουλμανικού θρησκεύματος.
Αυτό, επίσης, που ήταν απαράδεκτο και εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης -πολύ σωστά το επεσήμανε επανειλημμένως ο αρμόδιος Υπουργός κ. Παυλόπουλος- είναι η απαράδεκτη εξομοίωση -απαράδεκτη και ανιστόρητη- μιας θρησκευτικής μειονότητας των μουσουλμάνων της Θράκης με την ελληνική εθνική μειονότητα της Τουρκίας. Και επίσης, μία συζήτηση περίεργη -εμένα πραγματικά μου προκάλεσε κατάπληξη και δυσφορία- στην οποία συνέβαλαν πάλι λίγοι συνάδελφοι, προφανώς από άγνοια: γιατί, λέει, δεν δίνουμε τέτοια προνόμια σε άλλες μειονότητες της Ελλάδας; Δεν έχει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, άλλες μειονότητες η Ελλάδα. Η Ελλάδα δεν έχει άλλες αναγνωρισμένες μειονότητες, διότι έχει εθνικά αμιγή πληθυσμό. Αυτή είναι η αλήθεια. Για ποιες άλλες μειονότητες μιλάτε; Έχουμε, λοιπόν, με βάση το Διεθνές Δίκαιο και τη Συνθήκη της Λοζάνης μία θρησκευτική μειονότητα Ελλήνων πολιτών που αποτελείται -και είναι γνωστό- από Πομάκους, Αθιγγάνους και Τουρκογενείς. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Στο παρελθόν, και ιδιαίτερα την εποχή της δικτατορίας έγιναν, τεράστια σφάλματα στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκε το ελληνικό κράτος στην περιοχή.
Επικαλούμενοι οι τότε κρατούντες τον κομμουνιστικό κίνδυνο κ.ο.κ. και βλέποντας προς βορράν, προς τη γειτονική μας Βουλγαρία, συμπεριεφέρθησαν με λάθος τρόπο και χειρίστηκαν με λάθος τρόπο τα ζητήματα της περιοχής.
Όλες οι ελληνικές δημοκρατικές κυβερνήσεις έβαλαν το δικό τους λιθάρι, τη δική τους συμβολή στο να μπορέσουμε να αλλάξουμε αυτή την πολιτική, στο να αποφύγουμε τη γκετοποίηση στην περιοχή, με κορυφαίες πράξεις και πρωτοβουλίες αυτές που ανελήφθησαν από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το 1990-1993 επί Πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Τότε, έπεσαν οι μπάρες, επί Νέας Δημοκρατίας, με Πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Από εκεί και πέρα, στη δεκαετία του ’90 και στα χρόνια που διέρρευσαν από τότε μέχρι σήμερα, με συνέπεια οι ελληνικές κυβερνήσεις, και οι κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας, ακολούθησαν αυτή την πολιτική, μια πολιτική που αποδεικνύει ότι η Ελλάδα είναι ένα σύγχρονο κράτος, ένα ευρωπαϊκό κράτος. Η Ελλάδα σέβεται την παρακαταθήκη την ιστορική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των κοινωνικών δικαιωμάτων, σέβεται τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα όλων των πολιτών της και κατοχυρώνει την ισονομία και την ισοπολιτεία.
Σε τι αποβλέπει το νομοσχέδιο αυτό; Αποβλέπει ακριβώς στο να ενισχύσει τις διαδικασίες σύσφιξης της κοινωνικής συνοχής στη συγκεκριμένη περιοχή, στο να αποφύγουμε και τους τελευταίους κινδύνους γκετοποίησης, στο να εντάξουμε πιο ενεργά και πιο ουσιαστικά διάφορες κοινωνικές ομάδες που ζουν και δραστηριοποιούνται στην περιοχή στον ιστό της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή είναι η προσπάθεια και αυτή η προσπάθεια, όπως και τα μέτρα που προηγήθηκαν, θα έχει αποτέλεσμα.
Είναι η καλύτερη απάντηση, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σε μια άλλη προσπάθεια, σε μια προσπάθεια εκ του πονηρού που καταβάλλουν οι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι του στρατιωτικού, διπλωματικού και πολιτικού κατεστημένου της γείτονος χώρας Τουρκίας, η οποία επειδή ακριβώς έχει ένα αυταρχικό καθεστώς, παράγει επιθετικότητα και προς τους γείτονές της και προς τις κοινωνικές ομάδες και τις ομάδες αντιπολίτευσης στο εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας.
Η Ελλάδα σε αυτούς που αμφισβητούν ουσιαστικά τα ανθρώπινα δικαιώματα στο εσωτερικό της χώρας τους, σε αυτούς που παράγουν ιμπεριαλισμό και επεκτατική ιδεολογία και πολιτική στην περιφέρειά τους, απαντά με περισσότερα δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα. Η Ελλάδα από την περισσότερη δημοκρατία δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Άλλοι έχουν να φοβηθούν. Όλοι γνωρίζουμε ότι, όπως είπα και πριν, κύκλοι της Τουρκίας –το βλέπουμε στον τουρκικό Τύπο, το βλέπουμε και σε κορώνες εθνικιστικού και αντιδραστικού παραληρήματος κύκλων της Τουρκίας, κατά καιρούς- επιχειρούν να παρέμβουν σε εσωτερικά θέματα της Ελλάδος με άξονα τα θέματα της μειονότητας.
Με αυτή την ευκαιρία θέλω να επισημάνω ότι οι δηλώσεις που έγιναν πρόσφατα στη Θράκη από τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών κ. Αλί Μπαμπατζάν, ο οποίος ήταν εξαιρετικά προσεχτικός στην Αθήνα, αλλά ξεσάλωσε στη Θράκη, ήταν δηλώσεις απαράδεκτες και σε περιεχόμενο και σε ύφος. Όλα αυτά σε αντίθεση με τον ώριμο και νηφάλιο τρόπο με τον οποίο μίλησε τόσο στην Αθήνα, όσο και στη Θράκη κατά την τότε επίσκεψή του εκεί ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Με την ευκαιρία καλό είναι να ξεκαθαριστούν ορισμένα πράγματα και να ακουστούν προς κάθε κατεύθυνση. Και χαίρομαι, γιατί το έκανε απ’ αυτό το Βήμα ο Υπουργός των Εσωτερικών κ. Παυλόπουλος, πρώτος τη τάξει Υπουργός της Κυβέρνησης. Επαναλαμβάνω ότι τα θέματα της μειονότητας είναι εσωτερική υπόθεση της Ελλάδος.
Είναι απαράδεκτο φαινόμενο αντιδραστικοί κύκλοι της Τουρκίας να χρησιμοποιούν τα ζητήματα αυτά για να αποσταθεροποιούνται οι συνθήκες ασφάλειας και καλής γειτονίας στην περιοχή μας.
Η Τουρκία πρέπει να ξεκαθαρίσει εάν θέλει πραγματικά να μπει ή εάν δεν θέλει να μπει στην Ευρώπη. Διότι η προσαρμογή στο ευρωπαϊκό κεκτημένο για μία χώρα σαν την Τουρκία αποδεικνύεται δρόμος ανηφορικός, δύσκολος, δύσβατος.
Σωστά η ελληνική Κυβέρνηση και τα περισσότερα κόμματα με εξαιρέσεις δηλώνουμε ότι στηρίζουμε την πορεία της Τουρκίας προς την ένταξή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Θεωρούμε ότι είναι αυτό ο μονόδρομος για να μεταρρυθμιστεί η τουρκική κοινωνία, για να υποχωρήσουν οι κύκλοι του αντιδραστικού εθνικιστικού κατεστημένου και να μετασχηματιστεί η τουρκική κοινωνία σε μία σύγχρονη κοινωνία, δημοκρατική κοινωνία, που σέβεται τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και εφαρμόζει το ευρωπαϊκό κεκτημένο της δημοκρατίας στον καθημερινό της βίο.
Αλλά η ένταξη της Τουρκίας ή η περαιτέρω προσέγγιση της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή οικογένεια δεν μπορεί να γίνει με προσωπείο, με φερετζέ. Δεν έχει κανείς το δικαίωμα να δώσει, να αναγνωρίσει το προσωπείο στην Τουρκία, ή να κάνει πως δεν βλέπει το πραγματικό πρόσωπο του καθεστώτος. Κανείς δεν έχει αυτό το δικαίωμα, όταν την ίδια στιγμή τουρκικά στρατεύματα κατοχής εξακολουθούν να κατέχουν το βόρειο τμήμα της ενιαίας και ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας συντηρώντας τα απαράδεκτα τετελεσμένα της βίας και του αίματος της εισβολής των τουρκικών στρατευμάτων του Αττίλα του 1974.
Το κυπριακό πριν από όλα και πάνω από όλα δεν είναι πρόβλημα διμερές ή δικοινοτικό κυρίως, είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής, είναι πρόβλημα καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον 21ο αιώνα.
Κατά τον ίδιο τρόπο όμως αυτή η μερίδα του τουρκικού αντιδραστικού κατεστημένου συμπεριφέρεται και στο εσωτερικό της χώρας. Βεβαίως, υπάρχουν δυνάμεις που κινούνται υπέρ της νεωτερικότητας και του εκσυγχρονισμού. Υπάρχουν δυνάμεις που επιλέγουν την ευρωπαϊκή πορεία. Αλλά επαναλαμβάνω η πορεία της Τουρκίας προς την Ευρώπη θα πρέπει να γίνει μέσα από μία όδευση, έναν οδικό χάρτη ειλικρίνειας και πραγματικής προσαρμογής, όχι αληθοφανούς προσαρμογής. Προσωπεία και φερετζέδες δεν επιτρέπονται.
Σύμφωνα με τη δική μας λογική τέτοιου είδους νομοθετήματα όπως αυτό που συζητούμε σήμερα στη Βουλή αποτελούν την καλύτερη απάντηση προς κάθε κατεύθυνση και είναι ένα σημαντικό βήμα για να συμβάλουμε –όπως είπα και πριν- στο να μην υπάρξει γκετοποίηση μεταξύ Ελλήνων πολιτών, μουσουλμανικού θρησκεύματος και του χριστιανικού πληθυσμού και συμβάλλουν επίσης στο να μην καθίσταται η μειονότητα εύκολο θύμα της γνωστής προπαγάνδας που ασκείται από τα ΜΜΕ και από πολιτικούς κύκλους της γειτονικής μας χώρας.
Γι’ αυτό εγώ προσωπικά περιμένω μέχρι το τέλος της συζήτησης από όλους τους πολιτικούς χώρους και από το Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό, κύριε Πλεύρη, να στηρίξετε αυτό το νομοσχέδιο!
Σε αυτήν την Αίθουσα δεν υπολείπεται κανείς σε πατριωτισμό έναντι του άλλου! Το ξεκαθαρίζουμε αυτό. Μπορεί να έχουμε διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης του τρόπου με τον οποίο θεωρούμε ότι φέρουμε σε πέρας την εντολή του ελληνικού λαού και το καθήκον μας απέναντι στο δημοκρατικό πολίτευμα και την πατρίδα, αλλά κανείς δεν υπολείπεται σε πατριωτισμό έναντι του άλλου! Οι εθναμύντορες, οι εθνοκήρυκες –και δεν αναφέρομαι σε συναδέλφους- μπορεί να αποδειχθούν στο τέλος εθνοκάπηλοι. Να το ξεκαθαρίσουμε αυτό το θέμα, για να μην ακούγονται κορώνες δεξιά και αριστερά, εντός και εκτός Βουλής!
Αν θέλουμε πραγματικά να κατοχυρώσουμε την ειρήνη στην περιοχή μας, σε μια εποχή όπου και με αφορμή τα θέματα του Κοσσόβου επιχειρούν διάφοροι κύκλοι –και πέραν του Ατλαντικού- που δεν γνωρίζουν –έχει αποδειχθεί και από τον εμφύλιο πόλεμο στην πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία- καλά την ιδιαιτερότητα, την ιδιομορφία της Βαλκανικής, μιας περιοχής της Ευρώπης, που όπως ευφυώς έχει λεχθεί στο παρελθόν, παράγει περισσότερη ιστορία και απ’ αυτή που μπορεί να καταναλώσει, να μην προχωρήσουν αυτές οι απόψεις περί στρατηγικών μειονοτήτων, οι οποίες θα αφαιρούνται και θα προστίθενται δεξιόθεν και αριστερόθεν του γεωγραφικού χάρτη, εν όψει δήθεν της αυτοδιάθεσης κ.ο.κ.
Λοιπόν, τέτοιου είδους νομοθετήματα στέκονται εμπόδιο σε τέτοιες σκέψεις, σε τέτοια αντιδραστικά ιδεολογήματα, εμπεδώνουν την ισονομία και την ισοπολιτεία, ενισχύουν την κοινωνική συνοχή για όλους τους Έλληνες πολίτες, για όλες τις Ελληνίδες, σε οποιοδήποτε θεό κι αν πιστεύουν.
Γι’ αυτό θέλω πραγματικά να συγχαρώ την ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών και επίσης να τονίσω τον πολιτικό αποχρώντα λόγο, τον οποίον επανειλημμένως εξέθεσε η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών απ’ αυτό το Βήμα.
Θα παρακαλέσω, λοιπόν, και τους συναδέλφους του ΛΑ.Ο.Σ. μέχρι το τέλος αυτής της συζήτησης, η οποία θα ολοκληρωθεί αύριο στην Εθνική Αντιπροσωπεία να επανεξετάσουν τα όσα είπαν, να επανεξετάσουν τη στάση του κόμματός τους και να έρθουν να υπερψηφίσουν το νομοθέτημα αυτό από κοινού με τις υπόλοιπες πτέρυγες της Βουλής.
Ευχαριστώ πολύ.